κακόγαμος

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόγᾰμος Medium diacritics: κακόγαμος Low diacritics: κακόγαμος Capitals: ΚΑΚΟΓΑΜΟΣ
Transliteration A: kakógamos Transliteration B: kakogamos Transliteration C: kakogamos Beta Code: kako/gamos

English (LSJ)

κακόγαμον, marrying unlawfully, μνηστῆρες Eust.1415.47; κ. γάμος an ill-starred marriage, Sch.Triclin.S.OT 1214, cf. Paul.Al.O.2.

German (Pape)

[Seite 1299] unglücklich vermählt, Schol. Soph. O. R. 1238.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκόγᾰμος: -ον, νυμφευόμενος παρανόμως, μνηστῆρες Εὐστ. 1451. 47· κ. γάμος, ἀτυχὴς γάμος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 1238.

Greek Monolingual

κακόγαμος, -ον (Α)
αυτός που έχει συνάψει παράνομο γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -γαμος (< γάμος), πρβλ. μονόγαμος, φιλόγαμος].