συρραφή: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(6_11)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συρρᾰφή''': ἡ, τὸ συρράπτειν, [[συναρμογή]], [[συνειρμός]], Ἱππ. περὶ Ἰητρ. 743, Ὀρειβάσ.
|lstext='''συρρᾰφή''': ἡ, τὸ συρράπτειν, [[συναρμογή]], [[συνειρμός]], Ἱππ. περὶ Ἰητρ. 743, Ὀρειβάσ.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[συρράπτω]]<br />[[σύναψη]] με [[ραφή]], [[ράψιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[σύγγραμμα]]) [[σύνθεση]] με ύλη από διάφορα συγγράμματα, [[συμπίληση]]<br /><b>2.</b> [[συνένωση]] τεμαχίων υφάσματος για [[κατασκευή]] ιστίων και σκηνών.
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρρᾰφή Medium diacritics: συρραφή Low diacritics: συρραφή Capitals: ΣΥΡΡΑΦΗ
Transliteration A: syrraphḗ Transliteration B: syrraphē Transliteration C: syrrafi Beta Code: surrafh/

English (LSJ)

ἡ,

   A sewing together, seam, Hp.Off.9, Heliod. ap. Orib.48.50.1, 48.58.4, Sor.Fasc.47.

Greek (Liddell-Scott)

συρρᾰφή: ἡ, τὸ συρράπτειν, συναρμογή, συνειρμός, Ἱππ. περὶ Ἰητρ. 743, Ὀρειβάσ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ συρράπτω
σύναψη με ραφή, ράψιμο
νεοελλ.
1. (για σύγγραμμα) σύνθεση με ύλη από διάφορα συγγράμματα, συμπίληση
2. συνένωση τεμαχίων υφάσματος για κατασκευή ιστίων και σκηνών.