ἔκπληξις: Difference between revisions

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔκπληξις''': -εως, ἡ, ([[ἐκπλήσσω]]), τὸ ἐκπλήττεσθαι, ὡς καὶ νῦν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 290, Πλάτ., κτλ.· ἔκπλ. κακῶν, [[τρόμος]] προερχόμενος ἐκ δυστυχημάτων, Αἰσχύλ. Πέρσ. 606 (ἴδε ἐν λέξει [[ἀφασία]])· ἔκπλ. παρέχειν, εἰς ἔκπλ. καθιστάναι Ἀντιφῶν 130. 5, Θουκ. 4. 55., 6. 36· ἔκπλ. ἐμποιεῖν τινι ὁ αὐτ. 4. 34. ΙΙ. πᾶν ἰσχυρὸν [[πάθος]], ἐπιθυμία, Πολύβ. 3. 81, 6.
|lstext='''ἔκπληξις''': -εως, ἡ, ([[ἐκπλήσσω]]), τὸ ἐκπλήττεσθαι, ὡς καὶ νῦν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 290, Πλάτ., κτλ.· ἔκπλ. κακῶν, [[τρόμος]] προερχόμενος ἐκ δυστυχημάτων, Αἰσχύλ. Πέρσ. 606 (ἴδε ἐν λέξει [[ἀφασία]])· ἔκπλ. παρέχειν, εἰς ἔκπλ. καθιστάναι Ἀντιφῶν 130. 5, Θουκ. 4. 55., 6. 36· ἔκπλ. ἐμποιεῖν τινι ὁ αὐτ. 4. 34. ΙΙ. πᾶν ἰσχυρὸν [[πάθος]], ἐπιθυμία, Πολύβ. 3. 81, 6.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />épouvante, frayeur : [[ἐς]] ἔκπληξιν καθιστάναι THC jeter en crainte ; ἔκπληξιν ἐμποιεῖν τινι THC inspirer de la terreur à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκπλήσσω]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκπληξις Medium diacritics: ἔκπληξις Low diacritics: έκπληξις Capitals: ΕΚΠΛΗΞΙΣ
Transliteration A: ékplēxis Transliteration B: ekplēxis Transliteration C: ekpliksis Beta Code: e)/kplhcis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A consternation, ἐκπλήξιες τῆς γνώμης Hp.Aër.16, cf.Pl.Phlb.47a, etc.; ἔ. κακῶν terror caused by misfortunes, A.Pers.606; ἔ. παρέχειν Antipho5.6, Th.4.55 ; ἐς ἔ. καθιστάναι, ἀγαγεῖν, Id.6.36, Philostr.Jun.Im.4; ἔ. ἐνέπεσεν ἀνθρώποις Th.4.34.    II mental disturbance, passion, Plb.3.81.6.

German (Pape)

[Seite 774] ἡ, Betäubung, z. B. durch einen heftigen Schlag, Hippocr.; heftiger Schreck, Bestürzung, ἔκπλ. ἐκφοβεῖ φρένας Aesch. Pers. 598; καὶ ἀφασία Eur. Hel. 549; Plat. Phil. 47 a; εἰς ἔκπληξιν ἰδεῖν Critia. 115 d; ἐνέπεσεν ἀνθρώποις Thuc. 4, 54; ἔκπληξιν παρέχειν, εἰς ἔκπληξιν καθιστάναι, betäuben, 4, 55. 6, 36; Antiph. 5, 6, wie Sp.; – ἐν ἀφροδισίοις, heftiger Trieb, Brunst, Pol. 3, 81, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκπληξις: -εως, ἡ, (ἐκπλήσσω), τὸ ἐκπλήττεσθαι, ὡς καὶ νῦν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 290, Πλάτ., κτλ.· ἔκπλ. κακῶν, τρόμος προερχόμενος ἐκ δυστυχημάτων, Αἰσχύλ. Πέρσ. 606 (ἴδε ἐν λέξει ἀφασία)· ἔκπλ. παρέχειν, εἰς ἔκπλ. καθιστάναι Ἀντιφῶν 130. 5, Θουκ. 4. 55., 6. 36· ἔκπλ. ἐμποιεῖν τινι ὁ αὐτ. 4. 34. ΙΙ. πᾶν ἰσχυρὸν πάθος, ἐπιθυμία, Πολύβ. 3. 81, 6.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
épouvante, frayeur : ἐς ἔκπληξιν καθιστάναι THC jeter en crainte ; ἔκπληξιν ἐμποιεῖν τινι THC inspirer de la terreur à qqn.
Étymologie: ἐκπλήσσω.