ὁμοεθνία: Difference between revisions
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
(6_10) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμοεθνία''': ἡ, κυριολεκτικῶς, καταγωγὴ ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] ἔθνους ἢ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς· ― παρ᾿ Ἱππ., [[σχέσις]] καὶ [[συμπάθεια]] μερῶν, ― ὡς παρ᾿ αὐτῷ καὶ τὸ [[ἔθνος]] κεῖται ἀντὶ τοῦ [[μέρος]], 408. 30., 663. 52. | |lstext='''ὁμοεθνία''': ἡ, κυριολεκτικῶς, καταγωγὴ ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] ἔθνους ἢ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς· ― παρ᾿ Ἱππ., [[σχέσις]] καὶ [[συμπάθεια]] μερῶν, ― ὡς παρ᾿ αὐτῷ καὶ τὸ [[ἔθνος]] κεῖται ἀντὶ τοῦ [[μέρος]], 408. 30., 663. 52. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ὁμοεθνία]], ιων. τ. ὁμοεθνίη) [[ομοεθνής]]<br />η [[καταγωγή]] από το ίδιο [[έθνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[σύνολο]] τών ανθρώπων που ανήκουν σε ένα [[έθνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[συμμετρία]] τών [[μερών]] του σώματος. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, lit.,
A descent from the same people or race : then, connexion and sympathy of parts, Hp.Loc.Hom.1, Mul.2.174.
German (Pape)
[Seite 334] ἡ, das Abstammen von demselben Volk. – Bei Hippocr. der Zusammenhang und die Mitempfindung der Theile.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοεθνία: ἡ, κυριολεκτικῶς, καταγωγὴ ἐκ τοῦ αὐτοῦ ἔθνους ἢ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς· ― παρ᾿ Ἱππ., σχέσις καὶ συμπάθεια μερῶν, ― ὡς παρ᾿ αὐτῷ καὶ τὸ ἔθνος κεῖται ἀντὶ τοῦ μέρος, 408. 30., 663. 52.
Greek Monolingual
η (Α ὁμοεθνία, ιων. τ. ὁμοεθνίη) ομοεθνής
η καταγωγή από το ίδιο έθνος
νεοελλ.
το σύνολο τών ανθρώπων που ανήκουν σε ένα έθνος
αρχ.
η συμμετρία τών μερών του σώματος.