θελκτήριος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θελκτήριος''': -ον, θέλγων, μαγεύων, καταπραΰνων, μῦθοι Αἰσχύλ. Εὐμ. 81, Εὐρ. Ἱππ. 478˙ ὄμματος [[θελκτήριον]] [[τόξευμα]], τοῦ ὀφθαλμοῦ τὸ μαγικὸν [[βέλος]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1004˙ [[μετὰ]] γεν., φίλτρα θ. ἔρωτος Εὐρ. Ἱππ. 509˙ μύθου [[μῦθος]] θ., [[λόγος]] θεραπεύων λόγον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 447.
|lstext='''θελκτήριος''': -ον, θέλγων, μαγεύων, καταπραΰνων, μῦθοι Αἰσχύλ. Εὐμ. 81, Εὐρ. Ἱππ. 478˙ ὄμματος [[θελκτήριον]] [[τόξευμα]], τοῦ ὀφθαλμοῦ τὸ μαγικὸν [[βέλος]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1004˙ [[μετὰ]] γεν., φίλτρα θ. ἔρωτος Εὐρ. Ἱππ. 509˙ μύθου [[μῦθος]] θ., [[λόγος]] θεραπεύων λόγον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 447.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui charme, adoucit, apaise.<br />'''Étymologie:''' [[θέλγω]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θελκτήριος Medium diacritics: θελκτήριος Low diacritics: θελκτήριος Capitals: ΘΕΛΚΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: thelktḗrios Transliteration B: thelktērios Transliteration C: thelktirios Beta Code: qelkth/rios

English (LSJ)

ον,

   A enchanting, soothing, μῦθοι, λόγοι, A.Eu.81, E. Hipp.478; ὄμματος θ. τόξευμα the eye's magic shaft, A.Supp.1004: c. gen., φίλτρα θ. ἔρωτος E.Hipp.509; μύθου μῦθος θ. speech that heals speech, A.Supp.447: in late Prose, θ. ἀγωνίσματα, of poems, Agath. Praef.

German (Pape)

[Seite 1193] ον, bezaubernd, beschwichtigend, anlockend; θελκτηρίους μύθους ἔχοντες Aesch. Eum. 81; Suppl. 442; ὄμματος θελκτήριον τόξευμα Suppl. 982, der Zauberpfeil des Blickes; μ ῦθοι auch Eur. Hipp. 478; ἐπῳδή Plut. amator. 16 M.

Greek (Liddell-Scott)

θελκτήριος: -ον, θέλγων, μαγεύων, καταπραΰνων, μῦθοι Αἰσχύλ. Εὐμ. 81, Εὐρ. Ἱππ. 478˙ ὄμματος θελκτήριον τόξευμα, τοῦ ὀφθαλμοῦ τὸ μαγικὸν βέλος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1004˙ μετὰ γεν., φίλτρα θ. ἔρωτος Εὐρ. Ἱππ. 509˙ μύθου μῦθος θ., λόγος θεραπεύων λόγον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 447.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui charme, adoucit, apaise.
Étymologie: θέλγω.