ἀδοξέω: Difference between revisions

From LSJ

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδοξέω''': [[εἰμὶ]] [[ἄδοξος]], δὲν ἔχω καλὴν φήμην, διατελῶ ἐν δυσφημίᾳ, Εὐρ. Ἑκ. 294, Δημ. 374. 7· ― ἀντίθετον τῷ εὐδοκιμεῖν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12. 16. ΙΙ. μεταβ. δὲν ἐκτιμῶ, δὲν θεωρῶ ἄξιον [[τιμῆς]], περιφρονῶ τινα, Πλουτ. Λούκουλ. 4: ― [[ἐντεῦθεν]] ἐν παθητ. φωνῇ: αἱ βαναυσικαὶ [τέχναι]... ἀδοξοῦνται πρὸς τῶν [[πόλεων]], Ξεν. Οἰκ. 4. 2.
|lstext='''ἀδοξέω''': [[εἰμὶ]] [[ἄδοξος]], δὲν ἔχω καλὴν φήμην, διατελῶ ἐν δυσφημίᾳ, Εὐρ. Ἑκ. 294, Δημ. 374. 7· ― ἀντίθετον τῷ εὐδοκιμεῖν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12. 16. ΙΙ. μεταβ. δὲν ἐκτιμῶ, δὲν θεωρῶ ἄξιον [[τιμῆς]], περιφρονῶ τινα, Πλουτ. Λούκουλ. 4: ― [[ἐντεῦθεν]] ἐν παθητ. φωνῇ: αἱ βαναυσικαὶ [τέχναι]... ἀδοξοῦνται πρὸς τῶν [[πόλεων]], Ξεν. Οἰκ. 4. 2.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀδοξήσω, <i>ao.</i> ἠδόξησα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> être peu estimé;<br /><b>2</b> faire peu de cas de, mépriser.<br />'''Étymologie:''' [[ἄδοξος]].
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδοξέω Medium diacritics: ἀδοξέω Low diacritics: αδοξέω Capitals: ΑΔΟΞΕΩ
Transliteration A: adoxéō Transliteration B: adoxeō Transliteration C: adokseo Beta Code: a)doce/w

English (LSJ)

   A to be held in no esteem, be in ill repute, ἀδοξοῦντες, opp. οἱ δοκοῦντες, E.Hec.294, cf. D.19.103; opp. εὐδοκιμεῖν, Arist.Rh. 1372b22.    II trans., hold in no esteem, in contempt, τινά J.BJ 1.26.2, al., cf. Plu.Luc.14:—hence in Pass., αἱ βαναυσικαὶ [τέχναι] . . ἀδοξοῦνται πρὸς τῶν πόλεων X.Oec.4.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδοξέω: εἰμὶ ἄδοξος, δὲν ἔχω καλὴν φήμην, διατελῶ ἐν δυσφημίᾳ, Εὐρ. Ἑκ. 294, Δημ. 374. 7· ― ἀντίθετον τῷ εὐδοκιμεῖν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12. 16. ΙΙ. μεταβ. δὲν ἐκτιμῶ, δὲν θεωρῶ ἄξιον τιμῆς, περιφρονῶ τινα, Πλουτ. Λούκουλ. 4: ― ἐντεῦθεν ἐν παθητ. φωνῇ: αἱ βαναυσικαὶ [τέχναι]... ἀδοξοῦνται πρὸς τῶν πόλεων, Ξεν. Οἰκ. 4. 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἀδοξήσω, ao. ἠδόξησα, pf. inus.
1 être peu estimé;
2 faire peu de cas de, mépriser.
Étymologie: ἄδοξος.