κόλασις: Difference between revisions
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
(6_8) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κόλᾰσις''': -εως, ἡ, ([[κολάζω]]) κλάδευμα, [[ἀναχαίτισις]] τῆς αὐξήσεως τῶν δένδρων, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 18, 2. 2) [[τιμωρία]], Πλάτ. Ἀπολ. 26Α, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Ρητ. 1. 10, 17, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Πρωτ. 323Ε, κ. ἀλλ. | |lstext='''κόλᾰσις''': -εως, ἡ, ([[κολάζω]]) κλάδευμα, [[ἀναχαίτισις]] τῆς αὐξήσεως τῶν δένδρων, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 18, 2. 2) [[τιμωρία]], Πλάτ. Ἀπολ. 26Α, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Ρητ. 1. 10, 17, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Πρωτ. 323Ε, κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />correction, châtiment, punition.<br />'''Étymologie:''' [[κολάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A checking the growth of trees, esp. almond-trees, Thphr.CP3.18.2 (pl.). 2 chastisement, correction, Hp.Praec.5, Pl.Ap.26a, al., Th.1.41; opp. τιμωρία, Arist.Rh.1369b13; of divine retribution, Ev.Matt.25.46, al.: pl., Pl.Prt.323e, al., Phld.Ir.p.52 W.
German (Pape)
[Seite 1472] ἡ, Züchtigung, Strafe u. Zurechtweisung, um zu bessern; Plat. Prot. 323 e; κολαζέσθωσαν ταῖς αὐταῖς κολάσεσιν Legg. XI, 932 c; vgl. Arist. rhet. 1, 10, wo es von τιμωρία unterschieden wird. – Auch von Bäumen, Beschränkung, Beschneidung, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κόλᾰσις: -εως, ἡ, (κολάζω) κλάδευμα, ἀναχαίτισις τῆς αὐξήσεως τῶν δένδρων, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 18, 2. 2) τιμωρία, Πλάτ. Ἀπολ. 26Α, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Ρητ. 1. 10, 17, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Πρωτ. 323Ε, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
correction, châtiment, punition.
Étymologie: κολάζω.