παραδηλόω: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραδηλόω''': δηλῶ, φανερώνω ἐκ τοῦ πλαγίου, [[ἀναγγέλλω]] πλαγίως, ὑπαινίττομαι, Δημ. 384. 7, Πλουτ. Κράσσ. 18, κτλ. - Παθ., Ἱππ. 1275. 28. 2) κατηγορῶ ἐκ τοῦ πλαγίου, κρυφίως [[καταγγέλλω]] τινά, Πλουτ. Ἀλέξ. 49.
|lstext='''παραδηλόω''': δηλῶ, φανερώνω ἐκ τοῦ πλαγίου, [[ἀναγγέλλω]] πλαγίως, ὑπαινίττομαι, Δημ. 384. 7, Πλουτ. Κράσσ. 18, κτλ. - Παθ., Ἱππ. 1275. 28. 2) κατηγορῶ ἐκ τοῦ πλαγίου, κρυφίως [[καταγγέλλω]] τινά, Πλουτ. Ἀλέξ. 49.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> donner à entendre, insinuer;<br /><b>2</b> accuser en dessous.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[δηλόω]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραδηλόω Medium diacritics: παραδηλόω Low diacritics: παραδηλόω Capitals: ΠΑΡΑΔΗΛΟΩ
Transliteration A: paradēlóō Transliteration B: paradēloō Transliteration C: paradiloo Beta Code: paradhlo/w

English (LSJ)

   A intimate, insinuate, hint at, D.19.22; ὡς . . Plu.Crass. 18, etc.:—Pass., Hp.Ep.12.    2 inform against, Plu.Alex.49.

German (Pape)

[Seite 476] nebenbei oder versteckt anzeigen, ὑπῃνίττετο καὶ παρεδήλου τὸν Ὠρωπόν, Dem. 19, 22; Plut. Alex. 49 u. öfter, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραδηλόω: δηλῶ, φανερώνω ἐκ τοῦ πλαγίου, ἀναγγέλλω πλαγίως, ὑπαινίττομαι, Δημ. 384. 7, Πλουτ. Κράσσ. 18, κτλ. - Παθ., Ἱππ. 1275. 28. 2) κατηγορῶ ἐκ τοῦ πλαγίου, κρυφίως καταγγέλλω τινά, Πλουτ. Ἀλέξ. 49.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 donner à entendre, insinuer;
2 accuser en dessous.
Étymologie: παρά, δηλόω.