παραδηλόω
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
English (LSJ)
A intimate, insinuate, hint at, D.19.22; ὡς… Plu.Crass. 18, etc.:—Pass., Hp.Ep.12.
2 inform against, Plu.Alex.49.
German (Pape)
[Seite 476] nebenbei oder versteckt anzeigen, ὑπῃνίττετο καὶ παρεδήλου τὸν Ὠρωπόν, Dem. 19, 22; Plut. Alex. 49 u. öfter, u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
παραδηλῶ :
1 donner à entendre, insinuer;
2 accuser en dessous.
Étymologie: παρά, δηλόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-δηλόω insinueren.
Russian (Dvoretsky)
παραδηλόω:
1 мимоходом или намеками разъяснять или внушать (τι Dem., Plut.);
2 (как бы), вскользь обвинять Plut.
Greek Monotonic
παραδηλόω: μέλ. -ώσω,
1. κάνω γνωστό με πλάγιο τρόπο, αναγγέλλω, υπαινίσσομαι, σε Δημ., Πλούτ.
2. κατηγορώ κρυφά, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
παραδηλόω: δηλῶ, φανερώνω ἐκ τοῦ πλαγίου, ἀναγγέλλω πλαγίως, ὑπαινίττομαι, Δημ. 384. 7, Πλουτ. Κράσσ. 18, κτλ. - Παθ., Ἱππ. 1275. 28. 2) κατηγορῶ ἐκ τοῦ πλαγίου, κρυφίως καταγγέλλω τινά, Πλουτ. Ἀλέξ. 49.
Middle Liddell
fut. ώσω
1. to make known by a side-wind, to intimate or insinuate, Dem., Plut.
2. to accuse underhand, Plut.