εὐάγεια: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
(6_9) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐάγεια''': ἡ, [[καθαρότης]], [[ἁγνεία]], [[ἁγιότης]], Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 74. ΙΙ. [[λαμπρότης]], [[αὐτόθι]] 107· ἐν Προτρεπτ. σ. 152 [[εὐαγία]], ἀλλὰ [[μετὰ]] διαφ. γραφ. εὐαυγία. | |lstext='''εὐάγεια''': ἡ, [[καθαρότης]], [[ἁγνεία]], [[ἁγιότης]], Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 74. ΙΙ. [[λαμπρότης]], [[αὐτόθι]] 107· ἐν Προτρεπτ. σ. 152 [[εὐαγία]], ἀλλὰ [[μετὰ]] διαφ. γραφ. εὐαυγία. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐάγεια]], ἡ (Α) [[ευαγής]]<br />[[καθαρότητα]], [[λαμπρότητα]], [[αγνεία]], [[αγιότητα]] («τῆς ψυχῆς [[εὐάγεια]]», Ιάμβλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾱ], ἡ, (εὐᾱγής)
A brightness, clearness, alertness, [τῆς ψυχῆς] Iamb.VP24.107: pl., ἀγχίνοιαί τε καὶ ψυχῆς εὐάγειαι ib.17.74: prob. cj. ib.3.13.
German (Pape)
[Seite 1054] ἡ, Reinheit, Heiligkeit, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
εὐάγεια: ἡ, καθαρότης, ἁγνεία, ἁγιότης, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 74. ΙΙ. λαμπρότης, αὐτόθι 107· ἐν Προτρεπτ. σ. 152 εὐαγία, ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. εὐαυγία.
Greek Monolingual
εὐάγεια, ἡ (Α) ευαγής
καθαρότητα, λαμπρότητα, αγνεία, αγιότητα («τῆς ψυχῆς εὐάγεια», Ιάμβλ.).