χαλκεοτευχής: Difference between revisions

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
(6_7)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλκεοτευχής''': -ές, ἔχων χαλκᾶ τεύχη, ὡπλισμένος δι’ ὅπλων χαλκῶν, Εὐρ. Ἱκ. 999, [[ἔνθα]] πλεῖστα Ἀντίγραφα χαλκοτευχὴς [[ἐναντίον]] τοῦ μέτρου.
|lstext='''χαλκεοτευχής''': -ές, ἔχων χαλκᾶ τεύχη, ὡπλισμένος δι’ ὅπλων χαλκῶν, Εὐρ. Ἱκ. 999, [[ἔνθα]] πλεῖστα Ἀντίγραφα χαλκοτευχὴς [[ἐναντίον]] τοῦ μέτρου.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />à l’armure d’airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[τεῦχος]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκεοτευχής Medium diacritics: χαλκεοτευχής Low diacritics: χαλκεοτευχής Capitals: ΧΑΛΚΕΟΤΕΥΧΗΣ
Transliteration A: chalkeoteuchḗs Transliteration B: chalkeoteuchēs Transliteration C: chalkeotefchis Beta Code: xalkeoteuxh/s

English (LSJ)

ές,

   A armed in brass, E.Supp.999 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1330] in Erz gerüstet, Kapaneus, Eur. Suppl. 1024.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκεοτευχής: -ές, ἔχων χαλκᾶ τεύχη, ὡπλισμένος δι’ ὅπλων χαλκῶν, Εὐρ. Ἱκ. 999, ἔνθα πλεῖστα Ἀντίγραφα χαλκοτευχὴς ἐναντίον τοῦ μέτρου.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à l’armure d’airain.
Étymologie: χαλκός, τεῦχος.