πολυβόλος: Difference between revisions
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
(6_18) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυβόλος''': -ον, ὁ ῥίπτων πολλὰ βλήματα, ἐπὶ καταπέλτου, Ἀρχ. Μαθ. 73. ― Ἴδε Γ. Χατζιδάκι Περὶ τονισμοῦ τῶν συνθέτων ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΒ΄, σ. 351. | |lstext='''πολυβόλος''': -ον, ὁ ῥίπτων πολλὰ βλήματα, ἐπὶ καταπέλτου, Ἀρχ. Μαθ. 73. ― Ἴδε Γ. Χατζιδάκι Περὶ τονισμοῦ τῶν συνθέτων ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΒ΄, σ. 351. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ρίχνει [[πολλά]] βλήματα<br /><b>2.</b> αυτός που ρίχνει βλήματα με [[μεγάλη]] [[συχνότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[πολυβόλο]]<br />φορητό όπλο που μπορεί να εκτελεί [[βολή]] [[κατά]] [[βολή]] ή [[βολή]] [[κατά]] ριπές<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «το [[στόμα]] του [[πάει]] [[πολυβόλο]]» — λέγεται για [[άτομο]] που μιλάει πολύ [[γρήγορα]] και ακατάσχετα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πυρο</i>-[[βόλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A throwing many missiles, καταπάλτης Ph. Bel.73.34.
German (Pape)
[Seite 660] καταπέλτης, die viele Pfeile werfende Katapulte, Mathem. vett.
Greek (Liddell-Scott)
πολυβόλος: -ον, ὁ ῥίπτων πολλὰ βλήματα, ἐπὶ καταπέλτου, Ἀρχ. Μαθ. 73. ― Ἴδε Γ. Χατζιδάκι Περὶ τονισμοῦ τῶν συνθέτων ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΒ΄, σ. 351.
Greek Monolingual
-ον, ΝΜΑ
1. αυτός που ρίχνει πολλά βλήματα
2. αυτός που ρίχνει βλήματα με μεγάλη συχνότητα
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το πολυβόλο
φορητό όπλο που μπορεί να εκτελεί βολή κατά βολή ή βολή κατά ριπές
2. φρ. «το στόμα του πάει πολυβόλο» — λέγεται για άτομο που μιλάει πολύ γρήγορα και ακατάσχετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυρο-βόλος.