ἀγρώστης: Difference between revisions
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
(6_19) |
(big3_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγρώστης''': -ου, ὁ, = [[ἀγρότης]]· οὐσιαστ. καὶ ἐπίθ., Λατ. agrestis, Σοφ. Ἀποσπ. 83, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 377, Ρῆσ. 266, [[ὁπόθεν]] ὁ Meineke διορθοῖ ἀγρωστῶν γεραρώτατος, ἐν Θεοκρ. 25, 48. ΙΙ. κυνηγὸς ([[ἀγρέω]]), Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 175· θηλ. ἀγρῶστις, ιδος, ἡ, ὡς ἐπίθετον θηρευτικῆς κυνός, Σιμωνίδ. 130 (κατ’ εἰκασίαν τοῦ Schneid. ἀντὶ ἄγρωσσα, πρβλ. Α. Β. 213, 332, [[ἔνθα]] το ἀγρῶσται ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ κυνηγέται). 2) [[εἶδος]] [[ἀράχνης]], Νικ. Θ. 734. | |lstext='''ἀγρώστης''': -ου, ὁ, = [[ἀγρότης]]· οὐσιαστ. καὶ ἐπίθ., Λατ. agrestis, Σοφ. Ἀποσπ. 83, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 377, Ρῆσ. 266, [[ὁπόθεν]] ὁ Meineke διορθοῖ ἀγρωστῶν γεραρώτατος, ἐν Θεοκρ. 25, 48. ΙΙ. κυνηγὸς ([[ἀγρέω]]), Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 175· θηλ. ἀγρῶστις, ιδος, ἡ, ὡς ἐπίθετον θηρευτικῆς κυνός, Σιμωνίδ. 130 (κατ’ εἰκασίαν τοῦ Schneid. ἀντὶ ἄγρωσσα, πρβλ. Α. Β. 213, 332, [[ἔνθα]] το ἀγρῶσται ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ κυνηγέται). 2) [[εἶδος]] [[ἀράχνης]], Νικ. Θ. 734. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀγρωστής A.R.4.175, <i>EM</i> α 195<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[campesino]] A.<i>Fr</i>.46c.5, S.<i>Fr</i>.94, E.<i>HF</i> 377, <i>Rh</i>.287, Call.<i>SHell</i>.288.13.<br /><b class="num">2</b> de anim. [[que vive en el campo]] op. ὀρειονόμος: λύκοι Anaxil.12.<br /><b class="num">II</b> tard. [[cazador]] A.R.4.175, de perros <i>Epic.Alex.Adesp.SHell</i>.939.21<br /><b class="num">•</b>de ciertos anim. [[que se dedica a la caza]], [[depredador]] del pez volador, Babr.115.2, de una araña, Nic.<i>Th</i>.734, cf. Sch.<i>ad loc</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:46, 21 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = ἀγρότης, Subst. and Adj., S.Fr.94, E.HF377 (lyr.), Rh.287, AP6.37, Call.Hec.1.1.13, v.l. in Theoc.25.48. 2 wild, κήυκες Babr.115.2. II hunter, A.R.4.175. 2 a kind of spider, Nic.Th.734.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγρώστης: -ου, ὁ, = ἀγρότης· οὐσιαστ. καὶ ἐπίθ., Λατ. agrestis, Σοφ. Ἀποσπ. 83, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 377, Ρῆσ. 266, ὁπόθεν ὁ Meineke διορθοῖ ἀγρωστῶν γεραρώτατος, ἐν Θεοκρ. 25, 48. ΙΙ. κυνηγὸς (ἀγρέω), Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 175· θηλ. ἀγρῶστις, ιδος, ἡ, ὡς ἐπίθετον θηρευτικῆς κυνός, Σιμωνίδ. 130 (κατ’ εἰκασίαν τοῦ Schneid. ἀντὶ ἄγρωσσα, πρβλ. Α. Β. 213, 332, ἔνθα το ἀγρῶσται ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ κυνηγέται). 2) εἶδος ἀράχνης, Νικ. Θ. 734.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): ἀγρωστής A.R.4.175, EM α 195
I 1campesino A.Fr.46c.5, S.Fr.94, E.HF 377, Rh.287, Call.SHell.288.13.
2 de anim. que vive en el campo op. ὀρειονόμος: λύκοι Anaxil.12.
II tard. cazador A.R.4.175, de perros Epic.Alex.Adesp.SHell.939.21
•de ciertos anim. que se dedica a la caza, depredador del pez volador, Babr.115.2, de una araña, Nic.Th.734, cf. Sch.ad loc.