νευροτόμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
(6_18)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νευροτόμος''': -ον, ὁ κόπτων τὰ [[νεῦρα]], τοὺς τένοντας, Μανέθ. 5. 221.
|lstext='''νευροτόμος''': -ον, ὁ κόπτων τὰ [[νεῦρα]], τοὺς τένοντας, Μανέθ. 5. 221.
}}
{{grml
|mltxt=[[νευροτόμος]], -ον (Α)<br />αυτός που αποκόπτει τα [[νεύρα]], τους τένοντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] «[[τένοντας]]» <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>λινο</i>-[[τόμος]], <i>μοσχο</i>-[[τόμος]].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευροτόμος Medium diacritics: νευροτόμος Low diacritics: νευροτόμος Capitals: ΝΕΥΡΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: neurotómos Transliteration B: neurotomos Transliteration C: nevrotomos Beta Code: neuroto/mos

English (LSJ)

ον,

   A cutting sinews, Man.5.221.

Greek (Liddell-Scott)

νευροτόμος: -ον, ὁ κόπτων τὰ νεῦρα, τοὺς τένοντας, Μανέθ. 5. 221.

Greek Monolingual

νευροτόμος, -ον (Α)
αυτός που αποκόπτει τα νεύρα, τους τένοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον «τένοντας» + -τόμος (< τέμνω), πρβλ. λινο-τόμος, μοσχο-τόμος.