τοιχογραφία: Difference between revisions
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
(6_11) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τοιχογραφία''': ἡ, τὸ τοιχογραφεῖν, ζωγραφεῖν ἐπὶ τοίχου, Στέφ. Βυζ. ἐν λ. Βοῦρα, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1, 1. | |lstext='''τοιχογραφία''': ἡ, τὸ τοιχογραφεῖν, ζωγραφεῖν ἐπὶ τοίχου, Στέφ. Βυζ. ἐν λ. Βοῦρα, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1, 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />[[τοιχογράφηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ζωγραφική [[διακόσμηση]] που φιλοτεχνείται στην [[επιφάνεια]] τοίχου ή οροφής ενός οικοδομήματος, [[συνήθως]] απευθείας [[πάνω]] στο [[επίχρισμα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />η [[τέχνη]] της ζωγραφικής σε τοίχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τοῖχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[γραφία]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A a writing or painting on a wall, Aret.CA1.2; the art of wall-painting, St.Byz. s.v. Βοῦρα.
German (Pape)
[Seite 1125] ἡ, das Schreiben, Malen an die Wand; bes. die Annalen des Pontifex maximus, die an die Tempelwände geschrieben u. zum Lesen ausgestellt wurden, Pol. (?).
Greek (Liddell-Scott)
τοιχογραφία: ἡ, τὸ τοιχογραφεῖν, ζωγραφεῖν ἐπὶ τοίχου, Στέφ. Βυζ. ἐν λ. Βοῦρα, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1, 1.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
τοιχογράφηση
νεοελλ.
ζωγραφική διακόσμηση που φιλοτεχνείται στην επιφάνεια τοίχου ή οροφής ενός οικοδομήματος, συνήθως απευθείας πάνω στο επίχρισμα
νεοελλ.-μσν.
η τέχνη της ζωγραφικής σε τοίχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + -γραφία].