ξυλοφόριος: Difference between revisions
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
(6_17) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξῠλοφόριος''': -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ξυλοφορίαν, ξ. [[ἑορτή]], ἡ Ἰουδαϊκὴ ἑορτὴ τῆς σκηνοπηγίας, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 2. 17, 6. | |lstext='''ξῠλοφόριος''': -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ξυλοφορίαν, ξ. [[ἑορτή]], ἡ Ἰουδαϊκὴ ἑορτὴ τῆς σκηνοπηγίας, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 2. 17, 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ξυλοφόριος]], -ον (Α) [[ξυλοφόρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ξυλοφορία]], στην [[προσφορά]] ξύλων<br /><b>2.</b> (<b>ο πληθ. του ουδ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ξυλοφόρια</i><br />η [[εορτή]] τών Ιουδαίων Σκηνοπηγία, [[κατά]] την οποία μετέφεραν κλάδους δένδρων για [[κατασκευή]] σκηνών («ἡ τῶν ξυλοφορίων ἑορτὴ», <b>Ιώσ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A belonging to a wood-offering, ἡ τῶν ξυλοφορίων ἑορτή the Jewish feast of Tabernacles, J.BJ 2.17.6.
German (Pape)
[Seite 282] zum Holztragen gehörig; τὰ ξυλοφόρια, sc. ἱερά, das Laubhüttenfest der Juden, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλοφόριος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ξυλοφορίαν, ξ. ἑορτή, ἡ Ἰουδαϊκὴ ἑορτὴ τῆς σκηνοπηγίας, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 2. 17, 6.
Greek Monolingual
ξυλοφόριος, -ον (Α) ξυλοφόρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξυλοφορία, στην προσφορά ξύλων
2. (ο πληθ. του ουδ. ως ουσ.) τὰ ξυλοφόρια
η εορτή τών Ιουδαίων Σκηνοπηγία, κατά την οποία μετέφεραν κλάδους δένδρων για κατασκευή σκηνών («ἡ τῶν ξυλοφορίων ἑορτὴ», Ιώσ.).