αὐθεντέω: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐθεντέω''': αὐτοδικῶ, «αὐτοδικεῖν λέγε καὶ οὐκ αὐθεντεῖν» Θωμ. Μάγ. σ. 128· εἶμαι [[αὐθέντης]], ἔχω ἐξουσίαν ἐπί τινος, γυναικὶ δὲ διδάσκειν οὐκ [[ἐπιτρέπω]] αὐθεντεῖν ἀνδρὸς Ἐπιστ. π. Τιμόθ. Α΄, β΄ 12· ἔχω αὐθεντίαν, κῦρος νόμου, Χρον. Ἀλεξ. a. 7. Ἰουστινιαν. σ. 619, 9. 2) ἐκτελῶν φόνον, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 42. | |lstext='''αὐθεντέω''': αὐτοδικῶ, «αὐτοδικεῖν λέγε καὶ οὐκ αὐθεντεῖν» Θωμ. Μάγ. σ. 128· εἶμαι [[αὐθέντης]], ἔχω ἐξουσίαν ἐπί τινος, γυναικὶ δὲ διδάσκειν οὐκ [[ἐπιτρέπω]] αὐθεντεῖν ἀνδρὸς Ἐπιστ. π. Τιμόθ. Α΄, β΄ 12· ἔχω αὐθεντίαν, κῦρος νόμου, Χρον. Ἀλεξ. a. 7. Ἰουστινιαν. σ. 619, 9. 2) ἐκτελῶν φόνον, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 42. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />avoir pleine autorité sur, gén..<br />'''Étymologie:''' [[αὐθέντης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
A to have full power or authority over, τινός I Ep.Ti.2.12; πρός τινα BGU1208.37(i B. C.): c. inf., Lyd.Mag.3.42. 2 commit a murder, Sch.A.Eu.42.
Greek (Liddell-Scott)
αὐθεντέω: αὐτοδικῶ, «αὐτοδικεῖν λέγε καὶ οὐκ αὐθεντεῖν» Θωμ. Μάγ. σ. 128· εἶμαι αὐθέντης, ἔχω ἐξουσίαν ἐπί τινος, γυναικὶ δὲ διδάσκειν οὐκ ἐπιτρέπω αὐθεντεῖν ἀνδρὸς Ἐπιστ. π. Τιμόθ. Α΄, β΄ 12· ἔχω αὐθεντίαν, κῦρος νόμου, Χρον. Ἀλεξ. a. 7. Ἰουστινιαν. σ. 619, 9. 2) ἐκτελῶν φόνον, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 42.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
avoir pleine autorité sur, gén..
Étymologie: αὐθέντης.