καθεψιάομαι: Difference between revisions
From LSJ
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
(6_2) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καθεψιάομαι''': [[πειράζω]], [[ἐμπαίζω]], περιγελῶ, λοιδοροῦμαι, Λατ. illudere, [[μετὰ]] γεν., ὡς [[σέθεν]] αἱ κύνες αἵδε καθεψιόωνται Ὀδ. Τ. 372 (πρβλ. 370, κἀκείνῳ ἐφεψιόωντο). | |lstext='''καθεψιάομαι''': [[πειράζω]], [[ἐμπαίζω]], περιγελῶ, λοιδοροῦμαι, Λατ. illudere, [[μετὰ]] γεν., ὡς [[σέθεν]] αἱ κύνες αἵδε καθεψιόωνται Ὀδ. Τ. 372 (πρβλ. 370, κἀκείνῳ ἐφεψιόωντο). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶμαι;<br /><i>3ᵉ pl. épq.</i> καθεψιόωνται;<br />se railler de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἑψιάομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
A mock at, c. gen., ὡς σέθεν αἱ κύνες αἵδε καθεψιόωνται Od.19.372.
German (Pape)
[Seite 1283] verspotten, illudere, τινός, Od. 19, 372, Schol. καθάπτεσθαι, λοιδορεῖσθαι.
Greek (Liddell-Scott)
καθεψιάομαι: πειράζω, ἐμπαίζω, περιγελῶ, λοιδοροῦμαι, Λατ. illudere, μετὰ γεν., ὡς σέθεν αἱ κύνες αἵδε καθεψιόωνται Ὀδ. Τ. 372 (πρβλ. 370, κἀκείνῳ ἐφεψιόωντο).
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
3ᵉ pl. épq. καθεψιόωνται;
se railler de, gén..
Étymologie: κατά, ἑψιάομαι.