ἔμβαμμα: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
(6_21) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔμβαμμα''': τό, [[ζώμευμα]], [[ζωμός]], «σάλτσα», παντοδαπὰ ἐμβάμματα καὶ βρώματα Ξεν. Κύρ. 1. 3, 4, Θεόπ. Κωμ. ἐν «Εἰρήνῃ» 2· οἴνου [[ἔμβαμμα]], «κρασάτη σάλτσα», Εὐστ. Πονημάτ. 311, 90. | |lstext='''ἔμβαμμα''': τό, [[ζώμευμα]], [[ζωμός]], «σάλτσα», παντοδαπὰ ἐμβάμματα καὶ βρώματα Ξεν. Κύρ. 1. 3, 4, Θεόπ. Κωμ. ἐν «Εἰρήνῃ» 2· οἴνου [[ἔμβαμμα]], «κρασάτη σάλτσα», Εὐστ. Πονημάτ. 311, 90. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />sauce.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμβάπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A sauce, soup, X.Cyr.1.3.4, Theopomp.Com.8, Ath.Med. ap. Orib.inc.23.4, Aret.CD1.3, etc.
German (Pape)
[Seite 804] τό, die Brühe, zum Eintauchen; Xen. Cyr. 1, 3, 4; Ath. IX, 368 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμβαμμα: τό, ζώμευμα, ζωμός, «σάλτσα», παντοδαπὰ ἐμβάμματα καὶ βρώματα Ξεν. Κύρ. 1. 3, 4, Θεόπ. Κωμ. ἐν «Εἰρήνῃ» 2· οἴνου ἔμβαμμα, «κρασάτη σάλτσα», Εὐστ. Πονημάτ. 311, 90.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sauce.
Étymologie: ἐμβάπτω.