κτοίνα: Difference between revisions

From LSJ

οὗτοςυἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.

Source
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κτοίνα''': ἢ κτοῖνα, ἡ, Ρόδιον [[ὄνομα]] τοπικῆς τινος διαιρέσεως ἢ διαμερίσματος, ἀναλογούσης πρὸς τὸ Ἀττ. [[δῆμος]], Ἐπιγρ. Ροδ. ἐν ταῖς Ἐπιγραφ. τοῦ Βρεττ. Μουσείου, 2, ἀρ. 351, [[μετὰ]] τῆς σημειώσεως του κ. Newton· ― κτοινάτης, ου, ὁ, [[μέλος]] τῆς κτοίνης, ὡς τὸ Ἀττ. [[δημότης]], [[αὐτόθι]]. ― Ὁ Ἡσύχ. ἔχει κτύναι ἢ κτοῖναι˙... [[δῆμος]] μεμερισμένος. ― Πρβλ. [[μάστρος]].
|lstext='''κτοίνα''': ἢ κτοῖνα, ἡ, Ρόδιον [[ὄνομα]] τοπικῆς τινος διαιρέσεως ἢ διαμερίσματος, ἀναλογούσης πρὸς τὸ Ἀττ. [[δῆμος]], Ἐπιγρ. Ροδ. ἐν ταῖς Ἐπιγραφ. τοῦ Βρεττ. Μουσείου, 2, ἀρ. 351, [[μετὰ]] τῆς σημειώσεως του κ. Newton· ― κτοινάτης, ου, ὁ, [[μέλος]] τῆς κτοίνης, ὡς τὸ Ἀττ. [[δημότης]], [[αὐτόθι]]. ― Ὁ Ἡσύχ. ἔχει κτύναι ἢ κτοῖναι˙... [[δῆμος]] μεμερισμένος. ― Πρβλ. [[μάστρος]].
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>à Rhodes</i>, division territoriale équivalant au [[δῆμος]] attique.<br />'''Étymologie:''' [[κτίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτοίνα Medium diacritics: κτοίνα Low diacritics: κτοίνα Capitals: ΚΤΟΙΝΑ
Transliteration A: ktoína Transliteration B: ktoina Transliteration C: ktoina Beta Code: ktoi/na

English (LSJ)

or κτοῖνα, ἡ, (κτίζω) Rhod. name for

   A a local division, like Att. δῆμος, township, IG12(1).694, 1033, al.; cf. κτύναι ἢ κτοῖναι· χωρήσεις προγονικῶν ἱερείων, ἢ δῆμος μεμερισμένος, Hsch. (also πτοίνα BCH10.261).

Greek (Liddell-Scott)

κτοίνα: ἢ κτοῖνα, ἡ, Ρόδιον ὄνομα τοπικῆς τινος διαιρέσεως ἢ διαμερίσματος, ἀναλογούσης πρὸς τὸ Ἀττ. δῆμος, Ἐπιγρ. Ροδ. ἐν ταῖς Ἐπιγραφ. τοῦ Βρεττ. Μουσείου, 2, ἀρ. 351, μετὰ τῆς σημειώσεως του κ. Newton· ― κτοινάτης, ου, ὁ, μέλος τῆς κτοίνης, ὡς τὸ Ἀττ. δημότης, αὐτόθι. ― Ὁ Ἡσύχ. ἔχει κτύναι ἢ κτοῖναι˙... δῆμος μεμερισμένος. ― Πρβλ. μάστρος.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
à Rhodes, division territoriale équivalant au δῆμος attique.
Étymologie: κτίζω.