διασκοπιάομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διασκοπιάομαι''': ἀποθ., παρατηρῶ ὡς ἀπὸ σκοπιᾶς· ἐντεῦθεν, [[κατασκοπεύω]], σε… προέηκε διασκοπιᾶσθαι ἕκαστα, ἐπὶ τοῦ Δόλωνος, Ἰλ. Κ. 388· ‒ [[διακρίνω]], παρατηρῶ, ἀργαλέον… διασκοπιᾶσθαι ἕκαστον Ρ. 252.
|lstext='''διασκοπιάομαι''': ἀποθ., παρατηρῶ ὡς ἀπὸ σκοπιᾶς· ἐντεῦθεν, [[κατασκοπεύω]], σε… προέηκε διασκοπιᾶσθαι ἕκαστα, ἐπὶ τοῦ Δόλωνος, Ἰλ. Κ. 388· ‒ [[διακρίνω]], παρατηρῶ, ἀργαλέον… διασκοπιᾶσθαι ἕκαστον Ρ. 252.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><b>1</b> observer tout alentour;<br /><b>2</b> discerner, distinguer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σκοπιά]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκοπιάομαι Medium diacritics: διασκοπιάομαι Low diacritics: διασκοπιάομαι Capitals: ΔΙΑΣΚΟΠΙΑΟΜΑΙ
Transliteration A: diaskopiáomai Transliteration B: diaskopiaomai Transliteration C: diaskopiaomai Beta Code: diaskopia/omai

English (LSJ)

   A watch as from a σκοπιά: hence, spy out, σε . . προέηκε διασκοπιᾶσθαι ἕκαστα, of Dolon, Il.10.388; discern, distinguish, ἀργαλέον . . διασκοπιᾶσθαι ἕκαστον 17.252.

German (Pape)

[Seite 602] ringsum ausspähen, auskundschaften; Il. 10, 388 ἦ σ' Ἕκτωρ προέηκε διασκοπιᾶσθαι ἕκαστα

Greek (Liddell-Scott)

διασκοπιάομαι: ἀποθ., παρατηρῶ ὡς ἀπὸ σκοπιᾶς· ἐντεῦθεν, κατασκοπεύω, σε… προέηκε διασκοπιᾶσθαι ἕκαστα, ἐπὶ τοῦ Δόλωνος, Ἰλ. Κ. 388· ‒ διακρίνω, παρατηρῶ, ἀργαλέον… διασκοπιᾶσθαι ἕκαστον Ρ. 252.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
1 observer tout alentour;
2 discerner, distinguer.
Étymologie: διά, σκοπιά.