ὑπερτερέω: Difference between revisions
From LSJ
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
(6_22) |
(4b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερτερέω''': ὡς καὶ νῦν, εἶμαι [[ὑπέρτερος]], ὅσον βασιλεὺς ἰδιώτου εἰς τὴν τύχην ὑπερτερεῖ Θεμίστ. 170Α· εἴς τι Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἀπολογ. Ὑπὲρ τῶν ἐπὶ μισθ. συνόντ. 12· - [[ὡσαύτως]], -εύω, Ἰω. Καμενιάτου Ἅλωσις Θεσσαλονίκης τ. 324Α. | |lstext='''ὑπερτερέω''': ὡς καὶ νῦν, εἶμαι [[ὑπέρτερος]], ὅσον βασιλεὺς ἰδιώτου εἰς τὴν τύχην ὑπερτερεῖ Θεμίστ. 170Α· εἴς τι Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἀπολογ. Ὑπὲρ τῶν ἐπὶ μισθ. συνόντ. 12· - [[ὡσαύτως]], -εύω, Ἰω. Καμενιάτου Ἅλωσις Θεσσαλονίκης τ. 324Α. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερτερέω:''' превосходить: ὑ. τινος Sext. брать верх над кем(чем)-л. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:12, 1 January 2019
English (LSJ)
A surpass, ὁ θεὸς δυνάμει πάντων ὑ. Them.Or.13.170a; εἴς τι Sch.Luc.Pro Merc.Cond.12. 2 Astrol., = καθυπερτερέω, Cat.Cod.Astr.2.171.
German (Pape)
[Seite 1202] darüber sein, ein ὑπέρτερος, höher, besser sein, übertreffen, = ἐπικρατέω, S. Emp. adv. phys. 2, 82.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερτερέω: ὡς καὶ νῦν, εἶμαι ὑπέρτερος, ὅσον βασιλεὺς ἰδιώτου εἰς τὴν τύχην ὑπερτερεῖ Θεμίστ. 170Α· εἴς τι Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἀπολογ. Ὑπὲρ τῶν ἐπὶ μισθ. συνόντ. 12· - ὡσαύτως, -εύω, Ἰω. Καμενιάτου Ἅλωσις Θεσσαλονίκης τ. 324Α.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερτερέω: превосходить: ὑ. τινος Sext. брать верх над кем(чем)-л.