δυσηνίαστος: Difference between revisions

From LSJ

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source
(6_16)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσηνίαστος''': -ον, [[δυσχαλίνωτος]], [[δυσάγωγος]], [[δυσπειθής]]. ― Ἐπίρρ. -τως, Συνέσ. 195Α.
|lstext='''δυσηνίαστος''': -ον, [[δυσχαλίνωτος]], [[δυσάγωγος]], [[δυσπειθής]]. ― Ἐπίρρ. -τως, Συνέσ. 195Α.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de refrenar]] ἄγριοι καὶ δυση<νίασ>τοι de los camellos, Ar.Byz.<i>Epit</i>.2.469.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[de mala gana]] ἔφερον, ἀλλὰ δ., τὴν καινοτομίαν τοῦ βίου Synes.<i>Ep</i>.41.
}}
}}

Revision as of 12:26, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσηνίαστος Medium diacritics: δυσηνίαστος Low diacritics: δυσηνίαστος Capitals: ΔΥΣΗΝΙΑΣΤΟΣ
Transliteration A: dysēníastos Transliteration B: dysēniastos Transliteration C: dysiniastos Beta Code: dushni/astos

English (LSJ)

ον,

   A hard to bridle, Tim.Gaz.124.11.

German (Pape)

[Seite 680] schwer zu zügeln, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσηνίαστος: -ον, δυσχαλίνωτος, δυσάγωγος, δυσπειθής. ― Ἐπίρρ. -τως, Συνέσ. 195Α.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de refrenar ἄγριοι καὶ δυση<νίασ>τοι de los camellos, Ar.Byz.Epit.2.469.
2 adv. -ως de mala gana ἔφερον, ἀλλὰ δ., τὴν καινοτομίαν τοῦ βίου Synes.Ep.41.