κολπώδης: Difference between revisions
ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κολπώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἔχων κόλπον ἢ λιμένα, τὰν κολπώδη… Αὖλιν Εὐρ. Ι. Α. 120, κτλ.˙ [[πλήρης]] λιμένων ἢ κόλπων, [[θάλασσα]] Δίων Κ. 48. 50. 2) [[ἑλικοειδής]], Λατ. sinuosus, παράπλους Πολύβ. 4. 44, 7. ΙΙ. μεταφ. ἐπὶ λόγου, [[χαλαρός]], διακεχυμένος, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 18. | |lstext='''κολπώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἔχων κόλπον ἢ λιμένα, τὰν κολπώδη… Αὖλιν Εὐρ. Ι. Α. 120, κτλ.˙ [[πλήρης]] λιμένων ἢ κόλπων, [[θάλασσα]] Δίων Κ. 48. 50. 2) [[ἑλικοειδής]], Λατ. sinuosus, παράπλους Πολύβ. 4. 44, 7. ΙΙ. μεταφ. ἐπὶ λόγου, [[χαλαρός]], διακεχυμένος, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />qui a beaucoup de golfes, de baies.<br />'''Étymologie:''' [[κόλπος]], -ωδης. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
ες,
A embosomed, embayed, τὰν κολπώδη πτέρυγ' Εὐβοίας Αὖλιν E.IA120, etc.; full of bays, θάλασσα D.C.48.50. 2 winding, παράπλους Plb. 4.44.7. II metaph., oflanguage, turgid, μηδὲν ἔχειν κ. D.H.Dem. 18.
German (Pape)
[Seite 1476] ες, = κολποειδής; τὰν κολπώδη πτέρυγ' Εὐβοίας Eur. I. A. 120; παράπλους Pol. 4, 44, 7; θάλασσα D. Cass. 48, 50; auch übertr. vom Styl, weitschweifig, D. Hal. iud. Dem. 18.
Greek (Liddell-Scott)
κολπώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων κόλπον ἢ λιμένα, τὰν κολπώδη… Αὖλιν Εὐρ. Ι. Α. 120, κτλ.˙ πλήρης λιμένων ἢ κόλπων, θάλασσα Δίων Κ. 48. 50. 2) ἑλικοειδής, Λατ. sinuosus, παράπλους Πολύβ. 4. 44, 7. ΙΙ. μεταφ. ἐπὶ λόγου, χαλαρός, διακεχυμένος, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 18.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui a beaucoup de golfes, de baies.
Étymologie: κόλπος, -ωδης.