μονόμετρος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(6_17) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονόμετρος''': -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ [[ἑνός]] μόνου μέτρου, δηλ. (ἐν ἰαμβικοῖς, τροχαϊκ. καὶ ἀναπαιστικοῖς στίχοις) ἐκ δύο ποδῶν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 26. | |lstext='''μονόμετρος''': -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ [[ἑνός]] μόνου μέτρου, δηλ. (ἐν ἰαμβικοῖς, τροχαϊκ. καὶ ἀναπαιστικοῖς στίχοις) ἐκ δύο ποδῶν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 26. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονόμετρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φυσ.</b> αυτός που μετριέται με έναν μόνο αριθμό, π.χ. η [[θερμοκρασία]], το [[μήκος]], ο [[χρόνος]] κ.λπ.<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για στίχο) αυτός που αποτελείται από ένα μόνο [[μέτρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μέτρος]] ([[μέτρον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A composed in one metre, D.H.Comp.26.
German (Pape)
[Seite 204] aus einem Versfuße, od. bei jambischen u. trochäischen Versen aus einem Metrum, d. i. zwei Jamben oder Trochäen bestehend, Gramm. u. Schol.
Greek (Liddell-Scott)
μονόμετρος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ἑνός μόνου μέτρου, δηλ. (ἐν ἰαμβικοῖς, τροχαϊκ. καὶ ἀναπαιστικοῖς στίχοις) ἐκ δύο ποδῶν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 26.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ μονόμετρος, -ον)
νεοελλ.
φυσ. αυτός που μετριέται με έναν μόνο αριθμό, π.χ. η θερμοκρασία, το μήκος, ο χρόνος κ.λπ.
μσν.-αρχ.
(για στίχο) αυτός που αποτελείται από ένα μόνο μέτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + μέτρος (μέτρον.