φερένικος: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
(6_18)
(44)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φερένῑκος''': -ον, ὁ φέρων νίκην, [[νικητής]], [[ὄνομα]] ἵππου τινὸς τοῦ Ἱέρωνος διακριθέντος ἐν τοῖς ἱπποδρομικοῖς ἀγῶσι, Πινδ. Ο. Ι. 29, κλπ. (Τὸ θηλ. κύρ. [[ὄνομα]] [[Βερενίκη]] [[εἶναι]] Μακεδονικ. ἀντὶ Φερενίκη, πρβλ. Β. β. ΙΙ.)
|lstext='''φερένῑκος''': -ον, ὁ φέρων νίκην, [[νικητής]], [[ὄνομα]] ἵππου τινὸς τοῦ Ἱέρωνος διακριθέντος ἐν τοῖς ἱπποδρομικοῖς ἀγῶσι, Πινδ. Ο. Ι. 29, κλπ. (Τὸ θηλ. κύρ. [[ὄνομα]] [[Βερενίκη]] [[εἶναι]] Μακεδονικ. ἀντὶ Φερενίκη, πρβλ. Β. β. ΙΙ.)
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[νικηφόρος]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Φερένικος</i><br />όνομα αλόγου του Ιέρωνος, το οποίο διακρίθηκε σε ιπποδρομικούς αγώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (για τη [[μορφή]] του <i>α</i>' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[φέρω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>νικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νίκη]]), <b>πρβλ.</b> <i>φιλό</i>-<i>νικος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:48, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φερένῑκος Medium diacritics: φερένικος Low diacritics: φερένικος Capitals: ΦΕΡΕΝΙΚΟΣ
Transliteration A: pherénikos Transliteration B: pherenikos Transliteration C: ferenikos Beta Code: fere/nikos

English (LSJ)

ον,

   A carrying off victory, victorious, name of a race-horse of King Hiero, Pi.O.1.18, etc. (The fem. pr.n. Βερενίκη is Maced. for Φερενίκη.)

German (Pape)

[Seite 1261] Sieg bringend, davontragend, siegreich. Als, nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

φερένῑκος: -ον, ὁ φέρων νίκην, νικητής, ὄνομα ἵππου τινὸς τοῦ Ἱέρωνος διακριθέντος ἐν τοῖς ἱπποδρομικοῖς ἀγῶσι, Πινδ. Ο. Ι. 29, κλπ. (Τὸ θηλ. κύρ. ὄνομα Βερενίκη εἶναι Μακεδονικ. ἀντὶ Φερενίκη, πρβλ. Β. β. ΙΙ.)

Greek Monolingual

-ον, Α
1. νικηφόρος
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Φερένικος
όνομα αλόγου του Ιέρωνος, το οποίο διακρίθηκε σε ιπποδρομικούς αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -νικος (< νίκη), πρβλ. φιλό-νικος].