ὀπωριαῖος: Difference between revisions
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
(6_4) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀπωριαῖος''': -α, -ον, [[φθινοπωρινός]], τὰ ὀπωριαῖα, = [[ὀπώρα]] ΙΙ, καρπός, Θεοφρ. π. Πυρ. 41. | |lstext='''ὀπωριαῖος''': -α, -ον, [[φθινοπωρινός]], τὰ ὀπωριαῖα, = [[ὀπώρα]] ΙΙ, καρπός, Θεοφρ. π. Πυρ. 41. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὀπωριαῑος, -αία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[φθινοπωρινός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὀπωριαῑα</i><br />τα φρούτα, τα οπωρικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀπώρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ωρ</i>-<i>ιαίος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A autumnal, τὰ ὀ., = ὀπώρα 11, fruit, Thphr.Ign.41.
German (Pape)
[Seite 364] zur ὀπώρα gehörig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπωριαῖος: -α, -ον, φθινοπωρινός, τὰ ὀπωριαῖα, = ὀπώρα ΙΙ, καρπός, Θεοφρ. π. Πυρ. 41.
Greek Monolingual
ὀπωριαῑος, -αία, -ον (Α)
1. φθινοπωρινός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀπωριαῑα
τα φρούτα, τα οπωρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. ωρ-ιαίος)].