πολυειδήμων: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
(6_18)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυειδήμων''': -ον, ὁ πολλὰ εἰδώς, γινώσκων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 63. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 258.
|lstext='''πολυειδήμων''': -ον, ὁ πολλὰ εἰδώς, γινώσκων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 63. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 258.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που γνωρίζει [[πολλά]], [[πολυμαθής]], [[πολύξερος]] («πολυειδήμονά τινα καὶ πολυμαθῆ βούλεται [[εἶναι]] τὸν γραμματικόν», Σέξτ. Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εἰδήμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[οἶδα]] «[[γνωρίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>παντ</i>-<i>ειδήμων</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυειδήμων Medium diacritics: πολυειδήμων Low diacritics: πολυειδήμων Capitals: ΠΟΛΥΕΙΔΗΜΩΝ
Transliteration A: polyeidḗmōn Transliteration B: polyeidēmōn Transliteration C: polyeidimon Beta Code: polueidh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A knowing much, S.E.M.1.63.

German (Pape)

[Seite 662] ον, viel wissend, Sext. Emp. adv. gramm. 63.

Greek (Liddell-Scott)

πολυειδήμων: -ον, ὁ πολλὰ εἰδώς, γινώσκων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 63. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 258.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που γνωρίζει πολλά, πολυμαθής, πολύξερος («πολυειδήμονά τινα καὶ πολυμαθῆ βούλεται εἶναι τὸν γραμματικόν», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + εἰδήμων (< οἶδα «γνωρίζω»), πρβλ. παντ-ειδήμων].