μνήστωρ: Difference between revisions
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μνήστωρ''': -ορος, ὁ, ὁ σκεπτόμενος [[περί]] τινος, τινος Αἰσχύλ. Θήβ. 181. ΙΙ. οἱ μνήστορες, οἱ τοῦ Ὁμήρου μνηστῆρες, Κλήμ. Ἀλ. 212· οὕτω Νικήτ., κλ. | |lstext='''μνήστωρ''': -ορος, ὁ, ὁ σκεπτόμενος [[περί]] τινος, τινος Αἰσχύλ. Θήβ. 181. ΙΙ. οἱ μνήστορες, οἱ τοῦ Ὁμήρου μνηστῆρες, Κλήμ. Ἀλ. 212· οὕτω Νικήτ., κλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ορος;<br /><i>adj. m.</i><br />qui pense à, qui se souvient de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μνάομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A mindful of, τινος A.Th.180 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 196] ορος, ὁ, poet, = μνηστήρ, auch = eingedenk, ὀργίων μνήστορες ἔστε μοι, Aesch. Spt. 163.
Greek (Liddell-Scott)
μνήστωρ: -ορος, ὁ, ὁ σκεπτόμενος περί τινος, τινος Αἰσχύλ. Θήβ. 181. ΙΙ. οἱ μνήστορες, οἱ τοῦ Ὁμήρου μνηστῆρες, Κλήμ. Ἀλ. 212· οὕτω Νικήτ., κλ.
French (Bailly abrégé)
ορος;
adj. m.
qui pense à, qui se souvient de, gén..
Étymologie: μνάομαι.