συνεργία: Difference between revisions
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
(6_10) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεργία''': ἡ, ἡ ἀπὸ κοινοῦ [[ἐργασία]], [[συνεργασία]], [[βοήθεια]], Ἀριστ. Προβλ. 4. 2, 4· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Οἰκον. 1. 3, 2, Πολύβ. 8. 35, 10. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[συνωμοσία]], συνεννόησις ἐπὶ κακῷ, Δημ. 1285. 17· [[περί]] τι Δείναρχ. 104. 33. | |lstext='''συνεργία''': ἡ, ἡ ἀπὸ κοινοῦ [[ἐργασία]], [[συνεργασία]], [[βοήθεια]], Ἀριστ. Προβλ. 4. 2, 4· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Οἰκον. 1. 3, 2, Πολύβ. 8. 35, 10. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[συνωμοσία]], συνεννόησις ἐπὶ κακῷ, Δημ. 1285. 17· [[περί]] τι Δείναρχ. 104. 33. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> coopération, concours, assistance;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> conspiration.<br />'''Étymologie:''' [[συνεργός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A co-operation, Arist.Pr.876b15, Plb.8.33.10; εἰς τὸν βίον, πρὸς τοὺς πολέμους, Phld.Rh.1.270 S., Mus. p.69 K.: also συνέργεια, UPZ36.14 (ii B.C.), Gal. 19.472: pl., Arist. Oec.1343b17 (-ίαι, v.l. -είαι). II conspiracy, collusion, D.56.8; περί τι Din.1.112.
Greek (Liddell-Scott)
συνεργία: ἡ, ἡ ἀπὸ κοινοῦ ἐργασία, συνεργασία, βοήθεια, Ἀριστ. Προβλ. 4. 2, 4· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Οἰκον. 1. 3, 2, Πολύβ. 8. 35, 10. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, συνωμοσία, συνεννόησις ἐπὶ κακῷ, Δημ. 1285. 17· περί τι Δείναρχ. 104. 33.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 coopération, concours, assistance;
2 en mauv. part conspiration.
Étymologie: συνεργός.