παρευνάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
(6_8)
(Autenrieth)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρευνάζομαι''': εὐνάζομαι πλησίον, [[πλαγιάζω]] δίπλα, συγκοιμῶμαι, δμωῇσιν δὲ γυναιξὶ παρευνάζεσθαι βιαίως Ὀδ. Χ. 37, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ε΄, 41. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παρευνάζων· παρακοιτάζων».
|lstext='''παρευνάζομαι''': εὐνάζομαι πλησίον, [[πλαγιάζω]] δίπλα, συγκοιμῶμαι, δμωῇσιν δὲ γυναιξὶ παρευνάζεσθαι βιαίως Ὀδ. Χ. 37, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ε΄, 41. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παρευνάζων· παρακοιτάζων».
}}
{{Autenrieth
|auten=[[lie]] [[beside]], Od. 22.37†.
}}
}}

Revision as of 15:27, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρευνάζομαι Medium diacritics: παρευνάζομαι Low diacritics: παρευνάζομαι Capitals: ΠΑΡΕΥΝΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: pareunázomai Transliteration B: pareunazomai Transliteration C: parevnazomai Beta Code: pareuna/zomai

English (LSJ)

   A lie beside, δμῳῇσι Od.22.37, cf. Poll.5.41 :—later Act., Nonn.D.10.200, 25.17.

German (Pape)

[Seite 519] daneben im Bette liegen; δμωῇσιν, bei den Mägden schlafen, Od. 22, 37; κύνας παρευνασθέντας τοῖς θηρίοις, Poll. 5, 41.

Greek (Liddell-Scott)

παρευνάζομαι: εὐνάζομαι πλησίον, πλαγιάζω δίπλα, συγκοιμῶμαι, δμωῇσιν δὲ γυναιξὶ παρευνάζεσθαι βιαίως Ὀδ. Χ. 37, πρβλ. Πολυδ. Ε΄, 41. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παρευνάζων· παρακοιτάζων».

English (Autenrieth)

lie beside, Od. 22.37†.