ἄξεστος: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄξεστος''': -ον, μὴ ἐξεσμένος, [[ἀπελέκητος]], μὴ κατειργασμένος, [[λίθος]] Σοφ. Ο. Κ. 19, πρβλ. Ἀποσπ. 487, Ἀνθ. Π. 7. 657: ― μεταφ· ἐπὶ ποιητοῦ, [[τραχύς]], [[ἀδέξιος]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 86.
|lstext='''ἄξεστος''': -ον, μὴ ἐξεσμένος, [[ἀπελέκητος]], μὴ κατειργασμένος, [[λίθος]] Σοφ. Ο. Κ. 19, πρβλ. Ἀποσπ. 487, Ἀνθ. Π. 7. 657: ― μεταφ· ἐπὶ ποιητοῦ, [[τραχύς]], [[ἀδέξιος]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 86.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non raclé, non poli.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ξέω]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄξεστος Medium diacritics: ἄξεστος Low diacritics: άξεστος Capitals: ΑΞΕΣΤΟΣ
Transliteration A: áxestos Transliteration B: axestos Transliteration C: aksestos Beta Code: a)/cestos

English (LSJ)

ον,

   A unwrought, πέτρος S.OC19, cf. Fr.322, AP7.657 (Leon.): metaph. of a poet, rough, uncouth, Sch.Ar.Ra.86.

German (Pape)

[Seite 269] ungeglättet, rauh, Soph. πέτρος O. C. 19; frg. 487 u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἄξεστος: -ον, μὴ ἐξεσμένος, ἀπελέκητος, μὴ κατειργασμένος, λίθος Σοφ. Ο. Κ. 19, πρβλ. Ἀποσπ. 487, Ἀνθ. Π. 7. 657: ― μεταφ· ἐπὶ ποιητοῦ, τραχύς, ἀδέξιος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 86.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non raclé, non poli.
Étymologie: ἀ, ξέω.