αἰκίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰκίζω''': ἐνεργ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστῶτα, μεταχειρίζομαι βλαβερῶς, [[βασανίζω]], κακῶ, τινά, Σοφ. Αἴ. 403., Τρ. 839· ἐπὶ θύελλης, πᾶσαν αἰκίζων φόβην ὕλης, ὁ αὐτ. Ἀντ. 419: - Παθ. ὑφίσταμαι αἰκίας, ἐνεστ. ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 168· πρὸς κυνῶν ἐδεστὸν αἰκισθέντ’, Σοφ. Ἀντ. 206· εἰς τὸ [[σῶμα]] αἰκισθῆναι πληγαῖς, Ἀριστ. Πολ. 5.10, 19. ΙΙ. κοινότερον ὡς ἀποθ. αἰκίζομαι, Αἰσχύλ. Πρ. 195. Ἰσοκρ.: μέλλ. αἰκίσομαι, Ἀνθ.: - Ἀττ. -ιοῦμαι, (κατ-), Εὐρ. Ἀνδρ. 829: - ἀόρ. ᾐκισάμην, Σοφ. Αἴ. 111, Ο. Τ. 1153. Ξεν., ἀόρ. παθ. [[μετὰ]] παθ. σημας. ᾐκίσθην, Ἀνδοκ. 18.11, Λυσ. 105. 32, Ἰσοκρ. 73Α., Ξεν., καὶ πρκμ. ᾔκισμαι, Εὐρ. Μήδ. 1130, ὑπερσυντ. ᾔκιστο, Πλουτ. Καῖσ. 29: - ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας ὡς τὸ ἐνεργ. μετ’ αἰτιατ. ἔνθ’ ἀνωτ.: ἔτι δὲ καὶ τὰ χωρία αἰκ., Δημ. 1075.11· [[μετὰ]] διπλ. αἰτιατ. προσώπ. καὶ πράγματος, αἰκίζεσθαί τινα τὰ ἔσχατα, Ξεν. Ἀν. 3.1, 18· πρβλ. Ἐπ. [[ἀεικίζω]].
|lstext='''αἰκίζω''': ἐνεργ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστῶτα, μεταχειρίζομαι βλαβερῶς, [[βασανίζω]], κακῶ, τινά, Σοφ. Αἴ. 403., Τρ. 839· ἐπὶ θύελλης, πᾶσαν αἰκίζων φόβην ὕλης, ὁ αὐτ. Ἀντ. 419: - Παθ. ὑφίσταμαι αἰκίας, ἐνεστ. ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 168· πρὸς κυνῶν ἐδεστὸν αἰκισθέντ’, Σοφ. Ἀντ. 206· εἰς τὸ [[σῶμα]] αἰκισθῆναι πληγαῖς, Ἀριστ. Πολ. 5.10, 19. ΙΙ. κοινότερον ὡς ἀποθ. αἰκίζομαι, Αἰσχύλ. Πρ. 195. Ἰσοκρ.: μέλλ. αἰκίσομαι, Ἀνθ.: - Ἀττ. -ιοῦμαι, (κατ-), Εὐρ. Ἀνδρ. 829: - ἀόρ. ᾐκισάμην, Σοφ. Αἴ. 111, Ο. Τ. 1153. Ξεν., ἀόρ. παθ. [[μετὰ]] παθ. σημας. ᾐκίσθην, Ἀνδοκ. 18.11, Λυσ. 105. 32, Ἰσοκρ. 73Α., Ξεν., καὶ πρκμ. ᾔκισμαι, Εὐρ. Μήδ. 1130, ὑπερσυντ. ᾔκιστο, Πλουτ. Καῖσ. 29: - ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας ὡς τὸ ἐνεργ. μετ’ αἰτιατ. ἔνθ’ ἀνωτ.: ἔτι δὲ καὶ τὰ χωρία αἰκ., Δημ. 1075.11· [[μετὰ]] διπλ. αἰτιατ. προσώπ. καὶ πράγματος, αἰκίζεσθαί τινα τὰ ἔσχατα, Ξεν. Ἀν. 3.1, 18· πρβλ. Ἐπ. [[ἀεικίζω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />maltraiter : τινά qqn ; αἰκ. φόβην ὕλης SOPH dévaster le feuillage d’une forêt;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[αἰκίζομαι]] <i>plus us., m. sign.</i> : τινα αἰκίζεσθαι τὰ ἔσχατα XÉN faire subir à qqn les derniers outrages.<br />'''Étymologie:''' contr. att. de [[ἀεικίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰκίζω Medium diacritics: αἰκίζω Low diacritics: αικίζω Capitals: ΑΙΚΙΖΩ
Transliteration A: aikízō Transliteration B: aikizō Transliteration C: aikizo Beta Code: ai)ki/zw

English (LSJ)

aor.

   A ᾔκισα Herod.2.46: pf. αἴκικα· ὕβρικα, Hsch.:—maltreat, τινά S.Aj. 403, Tr.839; σῶμα Tim.Pers.189; of a storm, mar, spoil, πᾶσαναἰκίζων φόβην ὕλης S.Ant.419:—Pass., to be tortured, rarely in pres. in A.Pr. 169, Pl.Ax.372a: pf. ᾔκισμαι D.S.18.47, Polyaen.8.6: more freq. in aor. 1, πρὸς κυνῶν ἐδεστὸν αἰκισθέντα S.Ant.206; ἐδέθη καὶ ᾐκίσθη Lys.6.27; τὰ σφέτερα αὐτῶν σώματα αἰκισθέντες And.1.138, cf. Isoc. 4.154; εἰς τὸ σῶμα αἰκισθῆναι πληγαῖς Arist.Pol.1311b24.    II more freq. in Med. αἰκίζομαι, A.Pr.197, Isoc.4.123: impf. ᾐκιζόμην S.Aj. 300: fut. αἰκίσομαι AP12.80 (Mel.), Att. -ιοῦμαι (κατ-) E.Andr.829: aor. ᾐκισάμην S.Aj.111, OT1153, Isoc.5.103, X.An.3.4.5: pf. ᾔκισμαι E.Med.1130, plpf. ᾔκιστο Plu.Caes.29:—in same sense as Act., Il. cc.; damage, τὰ χωρία D.43.72: c. dupl. acc. pers. et rei, αἰκίζεσθαί τινα τὰ ἔσχατα X.An.3.1.18; αἰκίσασθαί τινας πᾶσαν αἰκίαν Plb. 24.9.13.

Greek (Liddell-Scott)

αἰκίζω: ἐνεργ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστῶτα, μεταχειρίζομαι βλαβερῶς, βασανίζω, κακῶ, τινά, Σοφ. Αἴ. 403., Τρ. 839· ἐπὶ θύελλης, πᾶσαν αἰκίζων φόβην ὕλης, ὁ αὐτ. Ἀντ. 419: - Παθ. ὑφίσταμαι αἰκίας, ἐνεστ. ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 168· πρὸς κυνῶν ἐδεστὸν αἰκισθέντ’, Σοφ. Ἀντ. 206· εἰς τὸ σῶμα αἰκισθῆναι πληγαῖς, Ἀριστ. Πολ. 5.10, 19. ΙΙ. κοινότερον ὡς ἀποθ. αἰκίζομαι, Αἰσχύλ. Πρ. 195. Ἰσοκρ.: μέλλ. αἰκίσομαι, Ἀνθ.: - Ἀττ. -ιοῦμαι, (κατ-), Εὐρ. Ἀνδρ. 829: - ἀόρ. ᾐκισάμην, Σοφ. Αἴ. 111, Ο. Τ. 1153. Ξεν., ἀόρ. παθ. μετὰ παθ. σημας. ᾐκίσθην, Ἀνδοκ. 18.11, Λυσ. 105. 32, Ἰσοκρ. 73Α., Ξεν., καὶ πρκμ. ᾔκισμαι, Εὐρ. Μήδ. 1130, ὑπερσυντ. ᾔκιστο, Πλουτ. Καῖσ. 29: - ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας ὡς τὸ ἐνεργ. μετ’ αἰτιατ. ἔνθ’ ἀνωτ.: ἔτι δὲ καὶ τὰ χωρία αἰκ., Δημ. 1075.11· μετὰ διπλ. αἰτιατ. προσώπ. καὶ πράγματος, αἰκίζεσθαί τινα τὰ ἔσχατα, Ξεν. Ἀν. 3.1, 18· πρβλ. Ἐπ. ἀεικίζω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
maltraiter : τινά qqn ; αἰκ. φόβην ὕλης SOPH dévaster le feuillage d’une forêt;
Moy. αἰκίζομαι plus us., m. sign. : τινα αἰκίζεσθαι τὰ ἔσχατα XÉN faire subir à qqn les derniers outrages.
Étymologie: contr. att. de ἀεικίζω.