τυμβίδιος: Difference between revisions
From LSJ
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
(6_4) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τυμβίδιος''': -α, -ον, ποιητικ. ἀντὶ [[τύμβιος]], τυμβιδίου ἐπ’ ἀγῶνος Ὀρφ. Ἀργ. 575· τυμβιδίην, δηλ. Ἄρτεμιν, ὁ αὐτ. ἐν Ὕμν. 72 (Τύχης [[θυμίαμα]]). | |lstext='''τυμβίδιος''': -α, -ον, ποιητικ. ἀντὶ [[τύμβιος]], τυμβιδίου ἐπ’ ἀγῶνος Ὀρφ. Ἀργ. 575· τυμβιδίην, δηλ. Ἄρτεμιν, ὁ αὐτ. ἐν Ὕμν. 72 (Τύχης [[θυμίαμα]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ία, -ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[τύμβιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμβος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίδιος]] (<b>πρβλ.</b> <i>οἰκ</i>-[[ίδιος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐδ], η, ον,
A at a funeral or tomb, ἀγών, Ἑκάτη, Τύχη, Orph.A.577, H.1.3, 72.5.
Greek (Liddell-Scott)
τυμβίδιος: -α, -ον, ποιητικ. ἀντὶ τύμβιος, τυμβιδίου ἐπ’ ἀγῶνος Ὀρφ. Ἀργ. 575· τυμβιδίην, δηλ. Ἄρτεμιν, ὁ αὐτ. ἐν Ὕμν. 72 (Τύχης θυμίαμα).
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α
(ποιητ. τ.) τύμβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. οἰκ-ίδιος)].