κωτίλος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death

Source
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κωτίλος''': -η, -ον, [[φλύαρος]], [[πολυλόγος]], [[ἀδολέσχης]], Λατ. garrulus, Θέογν. 295, Σοφ. Ἀποσπ. 606· ἐπὶ γυναικῶν, Θεόκρ. 15. 89· ἐπὶ χελιδόνος, [[λάλος]], Ἀνακρ. 99, Σιμων. 243 (πρβλ. [[κωτιλάς]])· καὶ οὕτω [[καθόλου]] ἐπὶ ζῴων, [[ἅπερ]] ὁ Ἀριστ. διαιρεῖ εἰς κωτίλα καὶ σιγηλά, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 29. ΙΙ. μεταφ., [[ζωηρός]], [[ἐκφραστικός]], ῥήματα Θεόκρ. 20. 7· ὄμματα κ., Λατ. loquaculi, Ἀνθ. Π. 5. 131· καταπειστικός, φίλτρα [[αὐτόθι]] 7. 221· κ. [[ἁρμονία]], [[μουσική]], οὐχὶ σοβαρὰ δηλαδ., Διον. Ἁλ. π. Δημ. 49, Πλούτ. 2. 1136Β.
|lstext='''κωτίλος''': -η, -ον, [[φλύαρος]], [[πολυλόγος]], [[ἀδολέσχης]], Λατ. garrulus, Θέογν. 295, Σοφ. Ἀποσπ. 606· ἐπὶ γυναικῶν, Θεόκρ. 15. 89· ἐπὶ χελιδόνος, [[λάλος]], Ἀνακρ. 99, Σιμων. 243 (πρβλ. [[κωτιλάς]])· καὶ οὕτω [[καθόλου]] ἐπὶ ζῴων, [[ἅπερ]] ὁ Ἀριστ. διαιρεῖ εἰς κωτίλα καὶ σιγηλά, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 29. ΙΙ. μεταφ., [[ζωηρός]], [[ἐκφραστικός]], ῥήματα Θεόκρ. 20. 7· ὄμματα κ., Λατ. loquaculi, Ἀνθ. Π. 5. 131· καταπειστικός, φίλτρα [[αὐτόθι]] 7. 221· κ. [[ἁρμονία]], [[μουσική]], οὐχὶ σοβαρὰ δηλαδ., Διον. Ἁλ. π. Δημ. 49, Πλούτ. 2. 1136Β.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> qui babille;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui séduit par son babil ; séduisant, séducteur, enchanteur.<br />'''Étymologie:''' DELG sans étym.
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωτίλος Medium diacritics: κωτίλος Low diacritics: κωτίλος Capitals: ΚΩΤΙΛΟΣ
Transliteration A: kōtílos Transliteration B: kōtilos Transliteration C: kotilos Beta Code: kwti/los

English (LSJ)

[ῐ], η, ον,

   A chattering, babbling, Thgn.295, S.Fr.683.3; of women, Theoc.15.89; κωτίλε (-ιλλε codd.) 'chatterbox', gloss on τέττα, Hellad. ap. Phot.Bibl.p.531 B.; of the swallow, twittering, Anacr.154, Simon.243; generally, of animals, vocal, opp. σιγηλός, Arist.HA488a33.    II metaph., lively, expressive, ῥήματα Theoc. 20.7; ὄμμα κ. speaking eye, AP5.130 (Phld.); persuasive, φίλτρα ib.7.221; κ. ἁρμονία, μουσική, babbling, i.e. light, music, D.H.Dem. 49, Plu.2.1136b; κῶλα πολὺ τὸ κ. ἔχοντα D.H.Dem.40; κωτίλας ἄνακτα μοίσας IG42(1).130.16 (Epid.).

German (Pape)

[Seite 1547] (κόπτω? eigtl. durch Geschwätzigkeit ermüdend), geschwätzig, plauderhaft, bes. mit dem Nebenbegriffe des Schmeichelns, kosend; Theogn. 295; τὰ φίλτρα τὰ κωτίλα Ep. ad. 660 (VII, 221); ἀνήρ Soph. frg. 606; von der Schwalbe, Anacr. 9, 2, wie Arist. H. A. 1, 1 a. E. die Thiere eintheilt in κωτίλα καὶ σιγηλὰ ζῶα; Folgde; καὶ λάλος D. Hal. 6, 70; καὶ φιλόφωνος Plut. adv. Col. 29; κωτίλη ἁρμονία D. Hal. de vi Dem. 49; ὄμματα, geschwätzige, vielsagende Augen, Philodem. 13 (V, 131). – Adv., spottend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κωτίλος: -η, -ον, φλύαρος, πολυλόγος, ἀδολέσχης, Λατ. garrulus, Θέογν. 295, Σοφ. Ἀποσπ. 606· ἐπὶ γυναικῶν, Θεόκρ. 15. 89· ἐπὶ χελιδόνος, λάλος, Ἀνακρ. 99, Σιμων. 243 (πρβλ. κωτιλάς)· καὶ οὕτω καθόλου ἐπὶ ζῴων, ἅπερ ὁ Ἀριστ. διαιρεῖ εἰς κωτίλα καὶ σιγηλά, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 29. ΙΙ. μεταφ., ζωηρός, ἐκφραστικός, ῥήματα Θεόκρ. 20. 7· ὄμματα κ., Λατ. loquaculi, Ἀνθ. Π. 5. 131· καταπειστικός, φίλτρα αὐτόθι 7. 221· κ. ἁρμονία, μουσική, οὐχὶ σοβαρὰ δηλαδ., Διον. Ἁλ. π. Δημ. 49, Πλούτ. 2. 1136Β.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 qui babille;
2 fig. qui séduit par son babil ; séduisant, séducteur, enchanteur.
Étymologie: DELG sans étym.