φιλοθεάμων: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλοθεάμων''': [ᾱ], -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ θεᾶται, ἀγαπῶν τὰ θεάματα, τὰς παραστάσεις, Πλάτ. Πολ. 475D, 476Α, Β· [[μετὰ]] γεν., φ. ἀθλητῶν Λουκ. Ἡρόδ. 8· τῆς ἀληθείας Πλάτ. Πολ. 475Ε· ― τὸ φιλοθέαμον Πλούτ. 2. 704Ε. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.
|lstext='''φῐλοθεάμων''': [ᾱ], -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ θεᾶται, ἀγαπῶν τὰ θεάματα, τὰς παραστάσεις, Πλάτ. Πολ. 475D, 476Α, Β· [[μετὰ]] γεν., φ. ἀθλητῶν Λουκ. Ἡρόδ. 8· τῆς ἀληθείας Πλάτ. Πολ. 475Ε· ― τὸ φιλοθέαμον Πλούτ. 2. 704Ε. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui aime les spectacles ; τὸ φιλοθέαμον PLUT l’amour des spectacles.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[θεάομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοθεάμων Medium diacritics: φιλοθεάμων Low diacritics: φιλοθεάμων Capitals: ΦΙΛΟΘΕΑΜΩΝ
Transliteration A: philotheámōn Transliteration B: philotheamōn Transliteration C: filotheamon Beta Code: filoqea/mwn

English (LSJ)

[ᾱ], ον, gen. ονος,

   A fond of seeing, fond of shows or spectacles, Pl.R.476a, 476b, Ph.1.38, al.; c. gen., ἀθλητῶν φ. Luc.Herod.8; generally, τὸ φ. Plu.2.704e.    2 fond of contemplating, τῆς ἀληθείας Pl.R.475e; μαθηματικῶν εἰδῶν Iamb.Comm. Math.20: abs., contemplative, Plot.3.8.4.

German (Pape)

[Seite 1280] ονος, gern sehend, schaulustig, Freund von Schauspielen; Plat. neben φιλήκοος, Rep. V, 476 b; τῆς ἀληθείας 475 e; καὶ φιλομαθής Plut. Pericl. 1, oft.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοθεάμων: [ᾱ], -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ θεᾶται, ἀγαπῶν τὰ θεάματα, τὰς παραστάσεις, Πλάτ. Πολ. 475D, 476Α, Β· μετὰ γεν., φ. ἀθλητῶν Λουκ. Ἡρόδ. 8· τῆς ἀληθείας Πλάτ. Πολ. 475Ε· ― τὸ φιλοθέαμον Πλούτ. 2. 704Ε. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui aime les spectacles ; τὸ φιλοθέαμον PLUT l’amour des spectacles.
Étymologie: φίλος, θεάομαι.