στυφελιγμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στῡφελιγμός''': ὁ, κακὴ [[χρῆσις]], [[κατάχρησις]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 537 (κατὰ τὸ Ραβ. Ἀντίγραφον· κοινῶς -ισμός).
|lstext='''στῡφελιγμός''': ὁ, κακὴ [[χρῆσις]], [[κατάχρησις]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 537 (κατὰ τὸ Ραβ. Ἀντίγραφον· κοινῶς -ισμός).
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />mauvais traitement.<br />'''Étymologie:''' [[στυφελίζω]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῠφελιγμός Medium diacritics: στυφελιγμός Low diacritics: στυφελιγμός Capitals: ΣΤΥΦΕΛΙΓΜΟΣ
Transliteration A: stypheligmós Transliteration B: stypheligmos Transliteration C: styfeligmos Beta Code: stufeligmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A ill-usage, abuse, Ar.Eq.537 (pl.).

German (Pape)

[Seite 959] ὁ, = στυφελισμός, Ar. Equ. 535 ὀργὰς ὑμῶν ἠνέσχετο καὶ στυφελιγμούς, Schol. λοιδορίαι, ὕβρεις.

Greek (Liddell-Scott)

στῡφελιγμός: ὁ, κακὴ χρῆσις, κατάχρησις, Ἀριστοφ. Ἱππ. 537 (κατὰ τὸ Ραβ. Ἀντίγραφον· κοινῶς -ισμός).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
mauvais traitement.
Étymologie: στυφελίζω.