ἀηδονιδεύς: Difference between revisions

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀηδονιδεύς''': έως, ὁ, μικρά, νέα ἀηδὼν (νεογνόν), «ἀηδονάκι», Θεόκρ. 15, 121, κατὰ ποιητ. πληθ. ἀηδονιδῆες, πρβλ. Βαλκ. ἐν τόπῳ (σ. 401Β.)· πρβλ. [[ἀηδόνειος]].
|lstext='''ἀηδονιδεύς''': έως, ὁ, μικρά, νέα ἀηδὼν (νεογνόν), «ἀηδονάκι», Θεόκρ. 15, 121, κατὰ ποιητ. πληθ. ἀηδονιδῆες, πρβλ. Βαλκ. ἐν τόπῳ (σ. 401Β.)· πρβλ. [[ἀηδόνειος]].
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />petit rossignol.<br />'''Étymologie:''' [[ἀηδών]].
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀηδονιδεύς Medium diacritics: ἀηδονιδεύς Low diacritics: αηδονιδεύς Capitals: ΑΗΔΟΝΙΔΕΥΣ
Transliteration A: aēdonideús Transliteration B: aēdonideus Transliteration C: aidonideys Beta Code: a)hdonideu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A young nightingale pl. -ῆες Theoc.15.121 (prob.).

German (Pape)

[Seite 44] ὁ, Nachtigallenjunges, Theocr. 15, 121.

Greek (Liddell-Scott)

ἀηδονιδεύς: έως, ὁ, μικρά, νέα ἀηδὼν (νεογνόν), «ἀηδονάκι», Θεόκρ. 15, 121, κατὰ ποιητ. πληθ. ἀηδονιδῆες, πρβλ. Βαλκ. ἐν τόπῳ (σ. 401Β.)· πρβλ. ἀηδόνειος.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
petit rossignol.
Étymologie: ἀηδών.