ἀνάθεσις: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάθεσις''': -εως, τὸ ἀνατίθεναι ἀφιεροῦν, ἡ [[ἀφιέρωσις]] ἀναθημάτων ἐν τοῖς ναοῖς, ἀν. σκευῆς τρίποδος Λυσ. 161. 38., 162. 3, - εἰς ἀνάθεσιν τοῖς θεοῖς, ὡς [[ἀνάθημα]] εἰς τοὺς θεούς, Ἐπιγρ. 2852. 14. ΙΙ. ἀναβολή. [[Πολυδ]]. 9, 137. ΙΙΙ. τὸ ἐπιτιθέναι, ἐπιβάλλειν, ἄχθεος Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 2.
|lstext='''ἀνάθεσις''': -εως, τὸ ἀνατίθεναι ἀφιεροῦν, ἡ [[ἀφιέρωσις]] ἀναθημάτων ἐν τοῖς ναοῖς, ἀν. σκευῆς τρίποδος Λυσ. 161. 38., 162. 3, - εἰς ἀνάθεσιν τοῖς θεοῖς, ὡς [[ἀνάθημα]] εἰς τοὺς θεούς, Ἐπιγρ. 2852. 14. ΙΙ. ἀναβολή. [[Πολυδ]]. 9, 137. ΙΙΙ. τὸ ἐπιτιθέναι, ἐπιβάλλειν, ἄχθεος Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 2.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />offrande, consécration.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνατίθημι]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάθεσις Medium diacritics: ἀνάθεσις Low diacritics: ανάθεσις Capitals: ΑΝΑΘΕΣΙΣ
Transliteration A: anáthesis Transliteration B: anathesis Transliteration C: anathesis Beta Code: a)na/qesis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A setting up in public, dedicating of gifts in temples, ἀ. σκευῆς, τρίποδος, Lys.21.2 and 4, cf. Ph.1.592 (pl.); εἰς ἀνάθεσιν τοῖς θεοῖς as an offering, OGI214.14 (Branchidae).    II putting off, adjournment, Poll.9.137; τοῦ γάμου Ant.Lib.34.1.    III laying on, imposition, ἄχθεος Aret.SA2.2.

German (Pape)

[Seite 188] ἡ, 1) das Aufstellen, von Weihgeschenken in Tempeln, ἀνδριάντων, Inscr.; τρίποδος, σκευῆς, Lys. 21, 3. 4; Plut. – 2) das Aufschieben, Verzögern, Herodian. 7, 4 τριῶν ἡμερῶν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάθεσις: -εως, τὸ ἀνατίθεναι ἀφιεροῦν, ἡ ἀφιέρωσις ἀναθημάτων ἐν τοῖς ναοῖς, ἀν. σκευῆς τρίποδος Λυσ. 161. 38., 162. 3, - εἰς ἀνάθεσιν τοῖς θεοῖς, ὡς ἀνάθημα εἰς τοὺς θεούς, Ἐπιγρ. 2852. 14. ΙΙ. ἀναβολή. Πολυδ. 9, 137. ΙΙΙ. τὸ ἐπιτιθέναι, ἐπιβάλλειν, ἄχθεος Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 2.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
offrande, consécration.
Étymologie: ἀνατίθημι.