κυαμευτός: Difference between revisions
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυᾰμευτός''': -ή, -όν, ἐκλεχθεὶς ἢ ἐκλεγόμενος διὰ κυάμου, δηλ. διὰ κλήρου, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 9, κτλ˙ κ. [[ψηφοφορία]], [[ψηφοφορία]] διὰ κυάμων, Πλούτ. 2. 12Ε. | |lstext='''κυᾰμευτός''': -ή, -όν, ἐκλεχθεὶς ἢ ἐκλεγόμενος διὰ κυάμου, δηλ. διὰ κλήρου, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 9, κτλ˙ κ. [[ψηφοφορία]], [[ψηφοφορία]] διὰ κυάμων, Πλούτ. 2. 12Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />désigné <i>ou</i> décidé par le sort au moyen de fèves.<br />'''Étymologie:''' [[κυαμεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A chosen by beans, i.e. by lot, X.Mem.1.2.9, etc.; κ. ψηφοφορίαι voting by beans, Plu.2.12e.
Greek (Liddell-Scott)
κυᾰμευτός: -ή, -όν, ἐκλεχθεὶς ἢ ἐκλεγόμενος διὰ κυάμου, δηλ. διὰ κλήρου, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 9, κτλ˙ κ. ψηφοφορία, ψηφοφορία διὰ κυάμων, Πλούτ. 2. 12Ε.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
désigné ou décidé par le sort au moyen de fèves.
Étymologie: κυαμεύω.