περιποτάομαι: Difference between revisions
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
(6_20) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιποτάομαι''': ποιητ. ἀντὶ [[περιπέτομαι]], [[περιίπταμαι]], πετῶ ὁλόγυρα, τὰ δ’ ἀεὶ ζῶντα (δηλ. τὰ μαντεῖα) περιποτᾶται Σοφ. Ο. Τ. 482· μετ’ αἰτ., Ἡλιόδ. 2. 22. | |lstext='''περιποτάομαι''': ποιητ. ἀντὶ [[περιπέτομαι]], [[περιίπταμαι]], πετῶ ὁλόγυρα, τὰ δ’ ἀεὶ ζῶντα (δηλ. τὰ μαντεῖα) περιποτᾶται Σοφ. Ο. Τ. 482· μετ’ αἰτ., Ἡλιόδ. 2. 22. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶμαι;<br /><i>c.</i> [[περιπέτομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
poet. for περιπέτομαι,
A hover about, τὰ δ' ἀεὶ ζῶντα (sc. τὰ μαντεῖα) περιποτᾶται S. OT482 (lyr.): c. acc., Hld.2.22.
German (Pape)
[Seite 589] poet. statt περιπέτομαι, herumfliegen, umflattern, Soph. O. R. 482.
Greek (Liddell-Scott)
περιποτάομαι: ποιητ. ἀντὶ περιπέτομαι, περιίπταμαι, πετῶ ὁλόγυρα, τὰ δ’ ἀεὶ ζῶντα (δηλ. τὰ μαντεῖα) περιποτᾶται Σοφ. Ο. Τ. 482· μετ’ αἰτ., Ἡλιόδ. 2. 22.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
c. περιπέτομαι.