διαδικάζω: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαδῐκάζω''': μέλλ. -άσω, [[ἐκφέρω]] κρίσιν ἔν τινι ὑποθέσει ὡς [[δικαστής]], Ἀνδοκ. 4. 42, Πλάτ. Πολ. 614C· - μετ’ αἰτιατ. πράγμ., [[συμβιβάζω]], Ξεν. Ἀθην. 3, 4· διεδίκαξαν δίκας (Βοιωτ.) Keil Ἐπιγρ. IV β. 10· τὰς ἀμφισβητήσεις Ἀριστ. Ἀποσπ. 385· πρβλ. [[διαδικασία]]. 2) Μέσ., [[ὑπάγω]] εἰς τὸ [[δικαστήριον]], διαφιλονικῶ δικαστικῶς, διαδικασόμενος τῇ βουλῇ περὶ ἀληθείας Δείναρχ. 105. 5, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 175Ε, κτλ.· διαδικάσασθαι ἐν φίλοις τὰ πρὸς ἐμέ, νὰ τακτοποιήσωμεν τὴν ὑπόθεσιν διὰ φιλικῆς διαιτησίας, Δημ. 864. 8. β) ἐν τῷ μέσῳ [[ὡσαύτως]], [[ὑποβάλλω]] ἐμαυτὸν εἰς δίκην, Πλάτ. Φαίδωνι 107D, 113D. Ξεν. Ἑλλ. 5. 3. 10 - ὁ παθητ. ἀόρ. διαδικασθῆναι = διαδικάσασθαι ἀπαντᾷ παρὰ Διογ. Λ. 1. 74, Δίωνι Κ. 48. 12. ΙΙ. = δι’ ὅλου τοῦ ἔτους [[δικάζω]] Κριτίας 62. ([[Πολυδ]]. Η, 25).
|lstext='''διαδῐκάζω''': μέλλ. -άσω, [[ἐκφέρω]] κρίσιν ἔν τινι ὑποθέσει ὡς [[δικαστής]], Ἀνδοκ. 4. 42, Πλάτ. Πολ. 614C· - μετ’ αἰτιατ. πράγμ., [[συμβιβάζω]], Ξεν. Ἀθην. 3, 4· διεδίκαξαν δίκας (Βοιωτ.) Keil Ἐπιγρ. IV β. 10· τὰς ἀμφισβητήσεις Ἀριστ. Ἀποσπ. 385· πρβλ. [[διαδικασία]]. 2) Μέσ., [[ὑπάγω]] εἰς τὸ [[δικαστήριον]], διαφιλονικῶ δικαστικῶς, διαδικασόμενος τῇ βουλῇ περὶ ἀληθείας Δείναρχ. 105. 5, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 175Ε, κτλ.· διαδικάσασθαι ἐν φίλοις τὰ πρὸς ἐμέ, νὰ τακτοποιήσωμεν τὴν ὑπόθεσιν διὰ φιλικῆς διαιτησίας, Δημ. 864. 8. β) ἐν τῷ μέσῳ [[ὡσαύτως]], [[ὑποβάλλω]] ἐμαυτὸν εἰς δίκην, Πλάτ. Φαίδωνι 107D, 113D. Ξεν. Ἑλλ. 5. 3. 10 - ὁ παθητ. ἀόρ. διαδικασθῆναι = διαδικάσασθαι ἀπαντᾷ παρὰ Διογ. Λ. 1. 74, Δίωνι Κ. 48. 12. ΙΙ. = δι’ ὅλου τοῦ ἔτους [[δικάζω]] Κριτίας 62. ([[Πολυδ]]. Η, 25).
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> διεδίκασα;<br />([[διά]] entre) décider entre deux parties, décider comme juge, juger ; δ. ἀστρατείας XÉN juger un procès pour refus <i>ou</i> désertion de service militaire;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαδικάζομαι (<i>ao.</i> διεδικασάμην);<br /><b>1</b> intenter un procès, plaider;<br /><b>2</b> se faire juger.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[δικάζω]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαδῐκάζω Medium diacritics: διαδικάζω Low diacritics: διαδικάζω Capitals: ΔΙΑΔΙΚΑΖΩ
Transliteration A: diadikázō Transliteration B: diadikazō Transliteration C: diadikazo Beta Code: diadika/zw

English (LSJ)

   A give judgement, And.1.28, Pl.R.614c, Lg.916b (Pass.); χορηγοῖς, ἀρχὰς δ., X.Ath.3.4; διεδίκαξαν δίκας IG7.21 (Megara); τὰς ἀμφισβητήσεις τισί Arist.Ath.57.2: c. gen., δ. ἀστρατείας X.Ath.3.5 (prob. l.).    2 hold inquiry, esp. at Athens, of naval matters, δ. εἴ τις τὴν ναῦν μὴ ἐπισκευάζει X.Ath.3.4; ἀριθμὸς τριήρων καὶ σκευῶν τῶν -δεδικασμένων IG2.795f60.    3 Med., go to law, dispute, διαδικασόμενος τῇ βουλῇ περὶ ἀληθείας Din.2.1; ταῦτα διαδικασόμεθα περὶ τῆς σοφίας Pl.Smp.175e, etc.; διαδικάσασθαι ἐν φίλοις τὰ πρὸς ἐμέ to settle by friendly arbitration, D.30.2; Διαδικαζόμενοι, title of play by Dioxippus, Suid., cf. IG2.975 iii 21, BGU19i4(ii A. D.).    b submit oneself to trial, Pl.Phd. 107d, 113d, X.HG5.3.10: later, aor. Pass. διαδικασθῆναι, = διαδικάσασθαι, D.L.1.74, D.C.48.12.    II = διὰ ὅλου τοῦ ἔτους δικάζω, Critias Fr.71 D.

German (Pape)

[Seite 576] einen Proceß als Richter entscheiden; absol., Andoc. 1, 28; Plat. Rep. X, 614 c; τὰς κρίσεις Legg. IX, 876 b; Xen. Ath. 3, 4; vgl. Plat. Legg. VI, 764 b, μέχρι ἑκατὸν δραχμῶν, erkennen auf eine Geldstrafe. – Med., sich einen Proceß entscheiden lassen, d. h. ihn führen, περί τινος, Plat. Legg. XI, 926 d; Conv. 175 e; Din. 2, 1, τινί; öfter Dem.; sich richten lassen, Plat. Phaedr. 113 d; Xen. Hell. 5, 3, 10; – D. L. 1, 74 braucht διαδικασθῆναι = διαδικάσασθαι.

Greek (Liddell-Scott)

διαδῐκάζω: μέλλ. -άσω, ἐκφέρω κρίσιν ἔν τινι ὑποθέσει ὡς δικαστής, Ἀνδοκ. 4. 42, Πλάτ. Πολ. 614C· - μετ’ αἰτιατ. πράγμ., συμβιβάζω, Ξεν. Ἀθην. 3, 4· διεδίκαξαν δίκας (Βοιωτ.) Keil Ἐπιγρ. IV β. 10· τὰς ἀμφισβητήσεις Ἀριστ. Ἀποσπ. 385· πρβλ. διαδικασία. 2) Μέσ., ὑπάγω εἰς τὸ δικαστήριον, διαφιλονικῶ δικαστικῶς, διαδικασόμενος τῇ βουλῇ περὶ ἀληθείας Δείναρχ. 105. 5, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 175Ε, κτλ.· διαδικάσασθαι ἐν φίλοις τὰ πρὸς ἐμέ, νὰ τακτοποιήσωμεν τὴν ὑπόθεσιν διὰ φιλικῆς διαιτησίας, Δημ. 864. 8. β) ἐν τῷ μέσῳ ὡσαύτως, ὑποβάλλω ἐμαυτὸν εἰς δίκην, Πλάτ. Φαίδωνι 107D, 113D. Ξεν. Ἑλλ. 5. 3. 10 - ὁ παθητ. ἀόρ. διαδικασθῆναι = διαδικάσασθαι ἀπαντᾷ παρὰ Διογ. Λ. 1. 74, Δίωνι Κ. 48. 12. ΙΙ. = δι’ ὅλου τοῦ ἔτους δικάζω Κριτίας 62. (Πολυδ. Η, 25).

French (Bailly abrégé)

ao. διεδίκασα;
(διά entre) décider entre deux parties, décider comme juge, juger ; δ. ἀστρατείας XÉN juger un procès pour refus ou désertion de service militaire;
Moy. διαδικάζομαι (ao. διεδικασάμην);
1 intenter un procès, plaider;
2 se faire juger.
Étymologie: διά, δικάζω.