διεμφαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διεμφαίνω''': δεικνύω διὰ μέσου, ὀφθαλμοὶ... γοργὸν διεμφ. Λουκ. Ἀλεξ. 3, Μιχ. Μον. βίῳ Θ. Στουδ. σ. 152. 188 (Migne).
|lstext='''διεμφαίνω''': δεικνύω διὰ μέσου, ὀφθαλμοὶ... γοργὸν διεμφ. Λουκ. Ἀλεξ. 3, Μιχ. Μον. βίῳ Θ. Στουδ. σ. 152. 188 (Migne).
}}
{{bailly
|btext=<i>part. prés.</i><br />faire briller, jeter une lueur.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐμφαίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:25, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεμφαίνω Medium diacritics: διεμφαίνω Low diacritics: διεμφαίνω Capitals: ΔΙΕΜΦΑΙΝΩ
Transliteration A: diemphaínō Transliteration B: diemphainō Transliteration C: diemfaino Beta Code: diemfai/nw

English (LSJ)

   A show through, ὀφθαλμοὶ . . γοργὸν δ. Luc.Alex.3 (dub.l.).

German (Pape)

[Seite 619] durchblicken lassen, ὀφθαλμοὶ γοργὸν καὶ ἔνθεον διεμφαίνοντες Luc. Alex. 3.

Greek (Liddell-Scott)

διεμφαίνω: δεικνύω διὰ μέσου, ὀφθαλμοὶ... γοργὸν διεμφ. Λουκ. Ἀλεξ. 3, Μιχ. Μον. βίῳ Θ. Στουδ. σ. 152. 188 (Migne).

French (Bailly abrégé)

part. prés.
faire briller, jeter une lueur.
Étymologie: διά, ἐμφαίνω.