ἄλγημα: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄλγημα''': τό, [[πόνος]] ὃν αἰσθάνεταί τις ἢ προξενεῖ, [[πόνος]], [[πάθημα]], Σοφ. Φ. 340, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 10, Εὐρ., κτλ.· οὐκ ἔστι λύπης ἄλγ. μεῖζον, Μενάνδ. Ἄδηλ. 121. | |lstext='''ἄλγημα''': τό, [[πόνος]] ὃν αἰσθάνεταί τις ἢ προξενεῖ, [[πόνος]], [[πάθημα]], Σοφ. Φ. 340, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 10, Εὐρ., κτλ.· οὐκ ἔστι λύπης ἄλγ. μεῖζον, Μενάνδ. Ἄδηλ. 121. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />souffrance, douleur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλγέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A pain felt or caused, suffering, S. Ph.340, Hp.VM6, E.Fr.507, Plu.Sull.26, Plot.6.1.19; οὐκ ἔστι λύπης ἄ. μεῖζον Men.667.
German (Pape)
[Seite 90] τό, Schmerz, Soph. Phil. 340. 1155; Men. bei Stob. Floril. 99, 7; Plut. Sull. 26.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλγημα: τό, πόνος ὃν αἰσθάνεταί τις ἢ προξενεῖ, πόνος, πάθημα, Σοφ. Φ. 340, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 10, Εὐρ., κτλ.· οὐκ ἔστι λύπης ἄλγ. μεῖζον, Μενάνδ. Ἄδηλ. 121.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
souffrance, douleur.
Étymologie: ἀλγέω.