μεροποσπόρος: Difference between revisions

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
(6_17)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεροποσπόρος''': -ον, ὁ γεννῶν ἀνθρώπους, ὥρη Μανέθων 4. 577.
|lstext='''μεροποσπόρος''': -ον, ὁ γεννῶν ἀνθρώπους, ὥρη Μανέθων 4. 577.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεροποσπόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που σπέρνει, που γεννά ανθρώπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέροψ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οπος</i> «αυτός που έχει έναρθρη [[φωνή]]» <span style="color: red;">+</span> [[σπόρος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>παιδο</i>-[[σπόρος]], <i>πυρι</i>-[[σπόρος]])].
}}
}}

Revision as of 06:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεροποσπόρος Medium diacritics: μεροποσπόρος Low diacritics: μεροποσπόρος Capitals: ΜΕΡΟΠΟΣΠΟΡΟΣ
Transliteration A: meropospóros Transliteration B: meroposporos Transliteration C: meroposporos Beta Code: meropospo/ros

English (LSJ)

ον,

   A begetting men, ὥρη Man.4.577.

German (Pape)

[Seite 135] ὥρη, Menschen säend, erzeugend, Maneth. 4, 577.

Greek (Liddell-Scott)

μεροποσπόρος: -ον, ὁ γεννῶν ἀνθρώπους, ὥρη Μανέθων 4. 577.

Greek Monolingual

μεροποσπόρος, -ον (Α)
αυτός που σπέρνει, που γεννά ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέροψ + -οπος «αυτός που έχει έναρθρη φωνή» + σπόρος (πρβλ. παιδο-σπόρος, πυρι-σπόρος)].