καλοεργός: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source
(6_18)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλοεργός''': -όν, ὁ τὸ καλῶν ποιῶν, [[ἀγαθοεργός]], Μανέθων 1. 256.
|lstext='''καλοεργός''': -όν, ὁ τὸ καλῶν ποιῶν, [[ἀγαθοεργός]], Μανέθων 1. 256.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Μ [[καλοεργός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[φόβητρο]] τών πουλιών που βάζουν στους αγρούς, [[σκιάχτρο]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που κάνει το καλό, [[αγαθοεργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγαθο</i>-<i>εργός</i>, <i>κακο</i>-<i>εργός</i>].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλοεργός Medium diacritics: καλοεργός Low diacritics: καλοεργός Capitals: ΚΑΛΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: kaloergós Transliteration B: kaloergos Transliteration C: kaloergos Beta Code: kaloergo/s

English (LSJ)

όν,

   A well-doing, good, Man.1.256.

German (Pape)

[Seite 1312] schön, gut handelnd, Man. 1, 256. 354.

Greek (Liddell-Scott)

καλοεργός: -όν, ὁ τὸ καλῶν ποιῶν, ἀγαθοεργός, Μανέθων 1. 256.

Greek Monolingual

ο (Μ καλοεργός)
νεοελλ.
το φόβητρο τών πουλιών που βάζουν στους αγρούς, σκιάχτρο
μσν.
αυτός που κάνει το καλό, αγαθοεργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθο-εργός, κακο-εργός].