κελαινώπας: Difference between revisions
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κελαινώπας''': α, ὁ, (ὢψ) μέλαιναν ἔχων τὴν ὄψιν, τὴν μορφήν, [[μέλας]], [[φοβερός]], θυμὸς (Σχολ. «κεκρυμμένος καὶ [[δόλιος]] θυμὸς ἢ καὶ [[βαθυγνώμων]]») Σοφ. Αἴ. 954· θηλ., κελαινῶπις νεφέλα Πινδ. Π. 1. 31. Ὡσαύτως κελαινωπός, ή, όν, ἐν Ἀρκαδ. σ. 67. 10. | |lstext='''κελαινώπας''': α, ὁ, (ὢψ) μέλαιναν ἔχων τὴν ὄψιν, τὴν μορφήν, [[μέλας]], [[φοβερός]], θυμὸς (Σχολ. «κεκρυμμένος καὶ [[δόλιος]] θυμὸς ἢ καὶ [[βαθυγνώμων]]») Σοφ. Αἴ. 954· θηλ., κελαινῶπις νεφέλα Πινδ. Π. 1. 31. Ὡσαύτως κελαινωπός, ή, όν, ἐν Ἀρκαδ. σ. 67. 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α;<br /><i>adj. m. dor.</i><br />à l’aspect sombre, impénétrable.<br />'''Étymologie:''' [[κελαινός]], [[ὤψ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:26, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ὁ, (ὤψ)
A black-faced: hence, gloomy, θυμός S.Aj. 955 (lyr.):—fem. κελαιν-ῶπις νεφέλα Pi.P.1.7:—also κελαιν-ωπός, ή, όν, Hdn. Gr.1.188.
Greek (Liddell-Scott)
κελαινώπας: α, ὁ, (ὢψ) μέλαιναν ἔχων τὴν ὄψιν, τὴν μορφήν, μέλας, φοβερός, θυμὸς (Σχολ. «κεκρυμμένος καὶ δόλιος θυμὸς ἢ καὶ βαθυγνώμων») Σοφ. Αἴ. 954· θηλ., κελαινῶπις νεφέλα Πινδ. Π. 1. 31. Ὡσαύτως κελαινωπός, ή, όν, ἐν Ἀρκαδ. σ. 67. 10.
French (Bailly abrégé)
α;
adj. m. dor.
à l’aspect sombre, impénétrable.
Étymologie: κελαινός, ὤψ.