ἀσύλληπτος: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(6_16)
(big3_7)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσύλληπτος''': -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ μὴ συλλαμβάνουσα ἐν γαστρί, Διοσκ. 4. 19· ὁ μὴ συλλαμβανόμενος, Ψευδο-Ἰουστῖνος 1372C, [[ὁπόθεν]] τὸ ἐπίρρ. ἀσυλλήπτως.
|lstext='''ἀσύλληπτος''': -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ μὴ συλλαμβάνουσα ἐν γαστρί, Διοσκ. 4. 19· ὁ μὴ συλλαμβανόμενος, Ψευδο-Ἰουστῖνος 1372C, [[ὁπόθεν]] τὸ ἐπίρρ. ἀσυλλήπτως.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no puede concebir]], [[estéril]] Dsc.4.19.<br /><b class="num">2</b> [[anticonceptivo]] φάρμακον Aët.16.17, φίλτρον <i>Cyran</i>.2.7.21.<br /><b class="num">II</b> [[no capturado]] φυλάττειν αὐτὸν ἀσύλληπτον Iust.Phil.<i>Qu.et Resp</i>.M.6.1372C.
}}
}}

Revision as of 12:18, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσύλληπτος Medium diacritics: ἀσύλληπτος Low diacritics: ασύλληπτος Capitals: ΑΣΥΛΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: asýllēptos Transliteration B: asyllēptos Transliteration C: asylliptos Beta Code: a)su/llhptos

English (LSJ)

ον,

   A not conceiving, Dsc.4.19; preventing conception, φάρμακον Aët. 16.17.

German (Pape)

[Seite 379] nicht zu fassen, unbegreiflich, Sp.; nicht empfangend, nicht schwanger werdend, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύλληπτος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ μὴ συλλαμβάνουσα ἐν γαστρί, Διοσκ. 4. 19· ὁ μὴ συλλαμβανόμενος, Ψευδο-Ἰουστῖνος 1372C, ὁπόθεν τὸ ἐπίρρ. ἀσυλλήπτως.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no puede concebir, estéril Dsc.4.19.
2 anticonceptivo φάρμακον Aët.16.17, φίλτρον Cyran.2.7.21.
II no capturado φυλάττειν αὐτὸν ἀσύλληπτον Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1372C.