ἐκσαρκόω: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
(6_2)
(big3_14b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκσαρκόω''': [[κάμνω]] νὰ σαρκώσῃ, νὰ σχηματίσῃ σάρκα, [[κρέας]]. - Παθ., πιάνω [[κρέας]], σαρκώνω, μεταφ. ἐπὶ τῶν ἐλαιῶν, ἐκσαρκοῦνται γὰρ καὶ ἀπολλύασι τὸ [[ἔλαιον]] διὰ τὴν πολυτροφίαν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 5. ΙΙ. ἀμεταβ. = τῷ παθ., Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 1. 79.
|lstext='''ἐκσαρκόω''': [[κάμνω]] νὰ σαρκώσῃ, νὰ σχηματίσῃ σάρκα, [[κρέας]]. - Παθ., πιάνω [[κρέας]], σαρκώνω, μεταφ. ἐπὶ τῶν ἐλαιῶν, ἐκσαρκοῦνται γὰρ καὶ ἀπολλύασι τὸ [[ἔλαιον]] διὰ τὴν πολυτροφίαν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 5. ΙΙ. ἀμεταβ. = τῷ παθ., Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 1. 79.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[hacerse carnoso]] πρὸς δὲ τὰ οἰδοῦντα τῶν οὔλων καὶ ἐκσαρκοῦντα Dsc.<i>Eup</i>.1.75.1, cf. Aët.8.24, (λιθάργυρος) δύναμιν ... ἔχει ... σταλτικὴν τῶν ἐκσαρκούντων (el litargirio) tiene virtud reductora de las carnosidades</i> Dsc.5.87.2.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[engordar]] las aceitunas ἐκσαρκοῦνται καὶ ἀπολλύασιν τὸ [[ἔλαιον]] διὰ τὴν πολυτροφίαν Thphr.<i>CP</i> 1.19.5.
}}
}}

Revision as of 12:03, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκσαρκόω Medium diacritics: ἐκσαρκόω Low diacritics: εκσαρκόω Capitals: ΕΚΣΑΡΚΟΩ
Transliteration A: eksarkóō Transliteration B: eksarkoō Transliteration C: eksarkoo Beta Code: e)ksarko/w

English (LSJ)

   A make grow to flesh:—Pass., grow to flesh: metaph., of olives, Thphr. CP1.19.5.    II intr.,=Pass., Dsc.Eup.1.75 :—hence ἐκσάρκ-ωμα, ατος, τό, fleshy excrescence, Id.5.74.

German (Pape)

[Seite 778] Fleisch herauswachsen lassen; – pass., übermäßig Fleisch ansetzen, Theophr., wie Diosc. auch das act. braucht.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκσαρκόω: κάμνω νὰ σαρκώσῃ, νὰ σχηματίσῃ σάρκα, κρέας. - Παθ., πιάνω κρέας, σαρκώνω, μεταφ. ἐπὶ τῶν ἐλαιῶν, ἐκσαρκοῦνται γὰρ καὶ ἀπολλύασι τὸ ἔλαιον διὰ τὴν πολυτροφίαν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 5. ΙΙ. ἀμεταβ. = τῷ παθ., Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 1. 79.

Spanish (DGE)

1 hacerse carnoso πρὸς δὲ τὰ οἰδοῦντα τῶν οὔλων καὶ ἐκσαρκοῦντα Dsc.Eup.1.75.1, cf. Aët.8.24, (λιθάργυρος) δύναμιν ... ἔχει ... σταλτικὴν τῶν ἐκσαρκούντων (el litargirio) tiene virtud reductora de las carnosidades Dsc.5.87.2.
2 en v. med. engordar las aceitunas ἐκσαρκοῦνται καὶ ἀπολλύασιν τὸ ἔλαιον διὰ τὴν πολυτροφίαν Thphr.CP 1.19.5.