ἀγή: Difference between revisions

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγή''': Δωρ. ἀγὰ [ᾱγ], ἡ, (ἴδε ἐν λ. [[ἄγνυμι]]), [[διάρρηξις]]· 1) τεθλασμένον [[τεμάχιον]], [[σύντριμμα]], ἀγαῑσι κωπῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 425, πρὸς ἁρμάτων τ’ ἀγαῖσι, Εὐρ. Ἱκ. 693. 2) κύματος ἀγή, = [[κυματωγή]], τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] τὸ [[κῦμα]] συντρίβεται, ἡ ἀκτή, Ἀπολλ. Ῥοδ. 1, 554, 4, 941. ἀγή, ἢ ἄγη, ἡ. Κεῖται ὡς φαίνεται ἡ [[λέξις]] καὶ ἐν τῇ σημασίᾳ ἀγωγῆς, φορᾱς, κομιδῆς ξύλων. ἐν Ἐπιγρ. Χίου Bul. de cor.
|lstext='''ἀγή''': Δωρ. ἀγὰ [ᾱγ], ἡ, (ἴδε ἐν λ. [[ἄγνυμι]]), [[διάρρηξις]]· 1) τεθλασμένον [[τεμάχιον]], [[σύντριμμα]], ἀγαῑσι κωπῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 425, πρὸς ἁρμάτων τ’ ἀγαῖσι, Εὐρ. Ἱκ. 693. 2) κύματος ἀγή, = [[κυματωγή]], τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] τὸ [[κῦμα]] συντρίβεται, ἡ ἀκτή, Ἀπολλ. Ῥοδ. 1, 554, 4, 941. ἀγή, ἢ ἄγη, ἡ. Κεῖται ὡς φαίνεται ἡ [[λέξις]] καὶ ἐν τῇ σημασίᾳ ἀγωγῆς, φορᾱς, κομιδῆς ξύλων. ἐν Ἐπιγρ. Χίου Bul. de cor.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />fragment, débris, éclat.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγνυμι]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγή Medium diacritics: ἀγή Low diacritics: αγή Capitals: ΑΓΗ
Transliteration A: agḗ Transliteration B: agē Transliteration C: agi Beta Code: a)gh/

English (LSJ)

(A), Dor. ἀγά [ᾱγ], ἡ, (ἄγνυμι)

   A breakage:    1 fragment, splinter, ἀγαῖσι κωπῶν A.Pers.425; πρὸς ἁρμάτων τ' ἀγαῖσι E.Supp. 693.    2 κύματος ἀγή place where the wave breaks, beach, A.R.1.554, Numen. ap. Ath.7.305a.    3 curve, bending, ὄφιος, ποταμον =, Arat.668,729 (v.l.):—hence Böckh cj. ἀγάν (for ἄγαν) Pi.P.2.82, in the sense of crooked arts, deceit.    4 wound, Hsch.
ἀγή (B), ἡ, (ἄγω)

   A = ἀγωγή, ξύλων Michel1359.17 (Chios).

Greek (Liddell-Scott)

ἀγή: Δωρ. ἀγὰ [ᾱγ], ἡ, (ἴδε ἐν λ. ἄγνυμι), διάρρηξις· 1) τεθλασμένον τεμάχιον, σύντριμμα, ἀγαῑσι κωπῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 425, πρὸς ἁρμάτων τ’ ἀγαῖσι, Εὐρ. Ἱκ. 693. 2) κύματος ἀγή, = κυματωγή, τὸ μέρος ἔνθα τὸ κῦμα συντρίβεται, ἡ ἀκτή, Ἀπολλ. Ῥοδ. 1, 554, 4, 941. ἀγή, ἢ ἄγη, ἡ. Κεῖται ὡς φαίνεται ἡ λέξις καὶ ἐν τῇ σημασίᾳ ἀγωγῆς, φορᾱς, κομιδῆς ξύλων. ἐν Ἐπιγρ. Χίου Bul. de cor.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
fragment, débris, éclat.
Étymologie: ἄγνυμι.